Του
Σταύρου Ξηντάρα
Εσείς, τι σχέση έχετε με τον χρόνο; Μήπως, ο χρόνος μας, τελικά, είναι η μόνη μας ιδιοκτησία και η διαχείρισή του το μοναδικό μας ταλέντο; Η απάντηση μέσα από το έργο «Η Ατζέντα» , το νεοελληνικό έργο της Χρυσής Γιάντσιου, που παρουσιάζεται για πρώτη φορά στη σκηνή με τη φρέσκια σκηνοθετική ματιά της Μαργαρίτας Αμαραντίδη και με μία ομάδα ταλαντούχων ηθοποιών και μουσικών επί σκηνής, από την Κυριακή 1 Ιανουαρίου, για λίγες παραστάσεις στο Faust Bar – Theatre – Arts. Πρόκειται για ένα υπέροχο δείγμα σύγχρονης ελληνικής δραματουργίας (πρωτότυπος τίτλος: «Του Χρόνου του Αληθές», Εκδόσεις: Δωδώνη).

Με αφορμή μία ατζέντα, η οποία πρέπει να παραδοθεί στην κάτοχό της, και πρωταγωνιστές ένα κορίτσι και ένα αγόρι, ξετυλίγεται μια συναρπαστική ιστορία με έντονη πλοκή, που ερευνά τη σχέση του ανθρώπου με τον χρόνο. Με παιχνιδιάρικο έως και χιουμοριστικό τρόπο, το κοινό παρακολουθεί το αγόρι να παρασύρει το κορίτσι στην αναζήτηση του «τώρα». Σχεδόν ερεθιστικά, επιχειρεί να τη βγάλει από σκοτάδι και την ασφάλεια της μήτρας, φέρνοντάς την στο φως και την ανασφάλεια της γέννησης.

Η kontra news συνάντησε την σκηνοθέτη της παράστασης Μαργαρίτα Αμαραντίδη, η οποία μας μίλησε για το έργο και όχι μόνο.
1 Σε λίγες ημέρες φεύγει το 2022 και έρχεται το 2023. Επί της ουσίας αλλάζει κάτι με την έλευση μιας νέας χρονιά ή στην ουσία είναι κάθε φορά μια τυπική διαδικασία;
«Μα, κάθε δευτερόλεπτο αλλάζει κάτι, όχι; Έχω την εντύπωση πως η όποια τυπική διαδικασία, όπως την αντιλαμβανόμαστε, είναι περισσότερο ένα ανθρώπινο κατασκεύασμα αντιμετώπισης του χρόνου. Η φύση ούτε κάνει απολογισμούς, ούτε σχέδια, ούτε λυπάται, ούτε χαίρεται για αυτά που ‘μείναν πίσω ή για αυτά που έρχονται. Ο ήλιος ανατέλλει κάθε μέρα, στην ώρα του φρέσκος, ζωντανός και νέος.
Αν εννοείτε το τυπικό της γιορτής ή καλύτερα το εθιμοτυπικό των εορτασμών, θεωρώ πως, ναι, πολλές φορές μπορεί να μοιάζει ασφυκτικά πιεστικό το timing για «αναγκαστική» χαρά, αλλά πιστεύω η ουσία βρίσκεται στο «μαζί» και το «μαζί» είναι ικανό να φέρει αλλαγές αργά ή γρήγορα. Ακριβώς για αυτόν τον λόγο, και η παράστασή μας ξεκινάει με μία «γιορτή», με μια επινοημένη πάροδο όπως των Αρχαίων Τραγωδιών, με ένα τραγούδι σε εύθυμο ρυθμό αλλά με αιχμηρά λόγια («Αισιόδοξο Τραγουδάκι» του Γιάννη Ταυλά), που λίγο πολύ συνοψίζουν το νόημα της παράστασης: Γιατί, δηλαδή, ήρθαμε να ζήσουμε την ίδια στιγμή, όλο αυτό, όλοι μαζί. Επίσης, το ότι η πρεμιέρα μας είναι ανήμερα Πρωτοχρονιάς έχει κάτι το βιωματικό. Θέλαμε να προκαλέσουμε αυτό το «μαζί», να ενισχύσουμε την πιθανότητα αυτής της σχέσης, να «κουρδιστούμε» θεατές και θίασος μεταξύ μας και όλοι μαζί με το έργο. Αυτό το «μαζί», λοιπόν, καθώς βιώνουμε το «τώρα» και τα νοήματα του έργου είναι ικανό να μας ξυπνήσει μέσα μας τη μητέρα των Μουσών, τη Μνημοσύνη, και να βγει από τον λήθαργο του κάθε παλιό μέσα μας, κάθε τι που αντιστέκεται στην αλλαγή ή που φοβάται το ρίσκο της επιλογής. Και αν όχι κάθε τι, έστω κάτι.»
2 Ο χρόνος είναι τελικά σύμμαχος ή εχθρός του ανθρώπου;
«Όλα δείχνουν πως είναι και τα δύο με έναν τρόπο. Στην Ασκητική ο Καζαντζάκης λέει: «Ευτύς ως γεννηθούμε, αρχίζει κι η επιστροφή· ταυτόχρονα το ξεκίνημα κι ο γυρισμός· κάθε στιγμή πεθαίνουμε». Αυτό το αιώνιο παράδοξο.»
3 Κα Αμαραντίδη είστε αρκετά νέα κι όμως καταπιάνεστε με ένα έργο όπου πραγματεύεται ως επί το πλείστον, εκτός των άλλων, το χρόνο. Η ηλικίας σας, σας επιτρέπει να εμβαθύνετε σε κάτι που ίσως η πείρα μας βοηθά σιγά σιγά να τον κατανοήσουμε;
«Δεν είμαι ούτε αρκετά νέα, ούτε αρκετά γριά. Είμαι όμως σίγουρα πιο νέα από γεροντότερα άτομα και πιο γριά από νεαρότερα. Σε κάθε φάση της ζωής μας, σε κάθε μας παρόν («που μοιάζει αιώνιο» όπως λέει και στο έργο μας) η αντιληπτική μας ικανότητα αλλάζει. Εμβαθύνω, λοιπόν, σε αυτό το έργο κι εγώ με όσα όπλα έχω αυτή τη στιγμή από την εμπειρία της δίκης μου ζωής. Και δεν σας κρύβω, το είχα διαβάσει το έργο στα 21 μου και δεν το είχα καταλάβει, ούτε καν μπήκα στον κόπο να το δω μια δεύτερη φορά τότε, κι ας μου το είχε αφιερώσει η δασκάλα μου (η ίδια η συγγραφέας), κι ας μου ‘χε πει πως το είχε γράψει για εμένα. Τότε δεν είχα καταλάβει, ούτε μπει στον κόπο να βρω πού βρίσκομαι εγώ συμβολικά μέσα σε αυτό το έργο. Δεν είχα τότε την ωριμότητα να δω το «εγώ» μου λιγότερο προσωπικά. Ζούσα ακόμα στην αιωνιότητα και τον εγωκεντρισμό της νεότητας, ο χρόνος και ο κόσμος στο μυαλό μου ήταν όλος δικός μου τότε. Ε, όταν συνειδητοποιείς ότι ο θάνατος υπάρχει και θα έρθει και για σένα, τότε αλλάζει και το πώς βιώνεις τα πράγματα μέσα στον χρόνο. Στη δική μου περίπτωση, ενίσχυσε πολύ την αίσθηση της θνητότητας μου, ο ερχομός της κόρης μου: τότε μου «έφυγε η μαγκιά» που λένε (αλλά μου ήρθε ο τσαμπουκάς χαχα). Ώπα: νέοι άνθρωποι έρχονται στον κόσμο και μέσα από το σώμα μου πια, άρα κι εγώ αρχίζω να φεύγω. Όταν μεγαλώνεις ένα παιδί, βλέπεις ξεκάθαρα τον χρόνο, άλλοτε ζεις τη ροή του κι άλλοτε τον αντιμετωπίζεις, η πάλη για τη ζωή γίνεται πιο φανερή.
Επίσης, ένα γερό μάθημα για τον χρόνο και τον χρονισμό έδωσε σε όλους μας ο κορονοϊός. Όταν το ζούσαμε φάνταζε ακραίο και τερματικό. Κι όμως, αυτή τη στιγμή όλοι πάλι «τρέχουμε», «δεν προλαβαίνουμε», επιστρέψαμε μια χαρά στα παλιά. Τελικά, ο χρόνος του εγκλεισμού ήταν πολύ λίγος σε σχέση με την ολότητά του. Εγώ πάντως παρά τη γενικότερη ταραχή, βίωσα τον χρόνο της καραντίνας ως δώρο, χάρηκα πολύ το παιδί μου, τους φίλους μου, τις βόλτες στη φύση και ξαναβρήκα τη σχέση μου με τη μουσική.»
4 Έχετε τελειώσει την Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Αυτό σας βοήθησε να αντιμετωπίζετε την κάθε σκηνοθεσία σας σαν μια χρωματική παλέτα, όπου οι σκηνές πρέπει να συνδυαστούν σαν τα χρώματα περίτεχνα;
«Μα, φυσικά. Και ο κάθε σκηνοθέτης πιστεύω. Και η θεατρική παράσταση μία εικαστική σύνθεση είναι. Και, για να πω την αλήθεια, η ανάγκη μου να σκηνοθετήσω με οδήγησε στην Καλών Τεχνών. Έβλεπα μέσα στο μυαλό μου συνέχεια παραστάσεις που ήθελα να σκηνοθετήσω, αλλά ένιωθα εντελώς ανεπαρκής μόνο με την ιδιότητα της ηθοποιού. Σκέφτηκα τότε ότι η Καλών Τεχνών είναι ένας καλός δρόμος για να αρχίσω να γνωρίζω την αισθητική των πραγμάτων και να πιστέψω στη δίκη μου.
Βέβαια, μου είναι ακόμα δύσκολο να οικειοποιηθώ εντελώς τον όρο σκηνοθέτης, για κάποιο λόγο. Γενικώς, παραμένω μάλλον «αταξινόμητη» ως καλλιτέχνης. Παρόλο που κάνω δικά μου πράγματα ή μου ζητούν να σκηνοθετήσω, σχεδόν κάθε χρόνο. Πέρυσι, τέτοια εποχή ήρθε και με βρήκε ο «Μπίλη, ο Τίγρης» του Μιχάλη Σπέγγου και έγινε μια δουλειά που αγαπήθηκε πολύ.»
5 Πως αντιμετωπίζετε το πέρασμα του χρόνου. Σφυρίζετε αδιάφορα σαν να μην υπάρχει τέλος ή αγωνιάτε για το πως θα προφθάσετε να κάνετε όσο το δυνατόν περισσότερα πράγματα;
«Εννοείται το δεύτερο! Σαν τους δρομείς που γκαζώνουν μόλις δουν το νήμα.»
6 Τις σας ιντρίγκαρε στο έργο «Ατζέντα» και αποφασίσατε να το σκηνοθετήσετε;
«Καταρχάς, να τονίσω πως η προσωπική σχέση που έχω με το κείμενο έρχεται δεύτερη, σε σχέση με το κείμενο το ίδιο. Παρόλο που είναι μεγάλη μου τιμή. Το έργο αυτό είναι ένα αριστούργημα. (Πρωτότυπος τίτλος: «Του χρόνου το αληθές, εκδόσεις Δωδώνη 1999). Ένα στιβαρό κείμενο, δραματουργικά άψογο, που καταφέρνει να συνδυάσει μαγικά την πλοκή και το νόημα. Τα συμπεράσματά μας για τον χρόνο και τον άνθρωπο, τα βγάζουμε μέσα από την ιστορία η οποία κυλά γρήγορα και αβίαστα. Παρακολουθούμε μια ιστορία, δεν ακούμε απλά μια πραγματεία περί χρόνου. Είναι απίστευτα ευφυής ο τρόπος που κατάφερε η Χρυσή Γιάντσιου μέσα από τη συνέπεια της πλοκής να φέρει στο φως το θέμα του πώς επιλέγουμε να ζούμε τον χρόνο μας ανάλογα με την ηλικία, τη φάση ζωής και, γενικότερα, τις ιστορίες και τα αφηγήματα που πλάθονται μέσα μας. Είναι απίστευτο, επίσης, ποσό ολοκληρωμένοι είναι όλοι οι χαρακτήρες του έργου, ένας – ένας φέρνουν κάτι πολύ συγκεκριμένο για την εξέλιξη της δράσης και τη σύλληψη του νοήματος. Επίσης, η συγγραφέας δίνει ένα στίγμα για τη γυναικεία φύση, που αξίζει να βρει κι αυτό το δρόμο του στις συνειδήσεις μας. Για τη μητρότητα, επίσης. Είναι πολύ πλούσιο έργο. Γενικώς, η γραφή της Χρυσής Γιάντσιου, θεωρώ ότι πρέπει να βρει τη θέση της στο θέατρο (και όχι μόνο), η φωνή της πρέπει να ακουστεί. Αλλά και περισσότερες φωνές νέων Ελλήνων θεατρικών συγγραφέων θα ήταν ωραίο να αρχίσουν να ακούγονται στο θέατρο. Δεν έχει να κάνει με τίποτα εθνικιστικό αυτό που λέω, έχει να κάνει περισσότερο με την εγγύτητα των ιστοριών και την οικειότητα που ενέχει ο κοινός τόπος. Αλλά, συνήθως οι «νέες» φωνές αντιμετωπίζονται με καχυποψία (και πονοκέφαλο!) και από τον θεατρικό κόσμο, και από τους επιχειρηματίες, αλλά και από το κοινό. Το κατανοώ, αλλά πιστεύω είναι κρίμα. Εμένα, πάντως, μου αρέσει να φέρνω στη σκηνή ιστορίες που δεν έχουν ξανακουστεί, δεν φοβάμαι, το θεωρώ αναγκαίο και δημιουργικό, ακόμα και χρήσιμο θα έλεγα. Η κυρία Γιάντσιου σε μια από τις πρόβες μας, στο τέλος, αναφώνησε «σας ευχαριστώ, μου γεννήσατε το παιδί μου»!

Ταυτότητα παράστασης
Συγγραφέας: Χρυσή Γιάντσιου
Σκηνοθεσία – Σκηνικά – Κοστούμια: Μαργαρίτα Αμαραντίδη
Βοηθός σκηνοθέτη: Μαρία Μάχου
Πρωτότυπη μουσική – τραγούδια – στίχοι: Γιάννης Ταυλάς
Επιμέλεια κίνησης – χορογραφία – βίντεο: Eugenia Demeglio
Φωτισμοί: Κώστας Μπλουγουράς
Φωτογραφίες – Βοηθός παραγωγής: Έλενα Μπούρα
Κατασκευή σκηνικών: Παναγιώτης Μανίκας
Χορεύτρια: Λυδία Εμμανουηλίδου
Παίζουν οι: Βίκυ Μαραγκάκη, Μάνος Ζούρας, Μαρίσα Μπίλη, Αντώνης Φλώρος, Γιάννης Ηλιόπουλος
Φιλική συμμετοχή: Ανδρέας Ζάκας, Κώστας Ρόκας
Ευχαριστούμε θερμά την εικαστικό Δήμητρα Βελισσάρη για την ευγενική παραχώρηση των πορτραίτων.

Πληροφορίες:
Πρεμιέρα: Κυριακή 1 Ιανουαρίου 2023
Πρόγραμμα παραστάσεων:
- Σάββατο 7, 14 & 21 Ιανουαρίου 2023 στις 21.00
- Κυριακή 1, 8, 15 & 22 Ιανουαρίου 2023 στις 20.00
Διάρκεια: 80 λεπτά
Τιμές εισιτηρίου:
- Γενική είσοδος: 12€
- Μειωμένο για πολύτεκνους, ανέργους, φοιτητές, ΑΜΕΑ: 10€
- Ατέλεια: 3€
Προπώληση:

Συντελεστές
Η Μαργαρίτα Αμαραντίδη (σκηνοθεσία) σπούδασε θέατρο στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου (2002), Ουδέτερη Μάσκα στο École Philippe Gaulier στο Παρίσι (2007) και ζωγραφική στην ΑΣΚΤ Αθήνας Δ΄Εργαστήριο Πάνου Χαραλάμπους (2014). Έχει σκηνοθετήσει τις παραστάσεις: «Μπίλη ο Τίγρης» του Μιχάλη Σπέγγου, Θέατρο Τόπος Αλλού, 2021-22, «Φούσκες» της Δώρας Πανταζοπούλου, Θέατρο Μπιπ, 2018, «Κεκλεισμένων των Θυρών» του Ζαν Πωλ Σαρτρ, Θέατρο ΠΚ, 2017, «Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας» του Σαίξπηρ, Φεστιβάλ Αθηνών – Αρχαία Αγορά, 2017 (σε μετάφραση της ίδιας), «Ιστορίες από το πράσινο βιβλίο» του Στρατή Μυριβήλη, Θέατρο Πόλη, 2016, «Αυτά που επιστρέφει η θάλασσα» της Ομπέιδα Μπεναβίδες, Πλατφόρμα Νέων Καλλιτεχνών Εθνικού Θεάτρου, Νέα Σκηνή, 2015, «The theatre Case», επινοημένο θέατρο, Θέατρο Βικτώρια/Τεχνόπολις/ Φεστιβάλ σε Ελλάδα και εξωτερικό, 2009-11. Επίσης, έχει επιμεληθεία σκηνικά και κουστούμια για πληθώρα παραστάσεων. Ως ηθοποιός έχει συνεργαστεί με τους σκηνοθέτες: Πήτερ Στάιν, Δημήτρη Μαυρίκιο, Στάθη Λιβαθηνό, Βασίλη Νικολαϊδή, Αγγελική Στελλάτου, Σεσίλ Μικρούτσικου, Πάνο Λάρκου, Αποστολία Παπαδαμάκη, Κώστα Κουτσομύτη, Ελισσάβετ Χρονοπούλου, Πάνο Κοκκινόπουλο, Χρήστο Νικολέρη, Παναγιώτη Κράββα, Όλγα Μαλέα, Κώστα Κεκεμένη, Αλέξανδρο Σκούρα, Ρένο Χαραλαμπίδη.
Η Χρυσή Γιάντσιου είναι συγγραφέας–ερευνήτρια του Δωρικού Θεάτρου, Διδάκτωρ στον τομέα LANGUE, LETTRES ET ARTS (UNIVERSITÉ D’ AVIGNON ET DES PAYS DE VAUCLUSE, FRANCE). Έχει τιμηθεί επανειλημμένως σε ποιητικούς και λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. Κυκλοφορούν τα βιβλία της: «Ο Γυρισμός της Μινοδώρας» (Εκδόσεις Ψυχογιός), «Η ζωή είναι Ωραία» (Εκδόσεις Ψυχογιός), «Η κλεμμένη ηλιαχτίδα» (Εκδόσεις Ακρίτας) και «Του Χρόνου το Αληθές» (Εκδόσεις Δωδώνη).
FAUST
Τ. 210 3234095