Του ΛΕΥΤΕΡΗ ΚΑΝΑ
Μισό αιώνα μετά, η όποια αναφορά και απόδοση τιμής για το Πολυτεχνείο, δε μπορεί παρά να εστιάζεται στις ερμηνείες και τις συνδηλώσεις του γεγονότος.
Οι αφηγήσεις, οι μαρτυρίες, η βιβλιογραφία, τα ηχητικά και οπτικά ντοκουμέντα, σε όλη αυτή τη μακρά πορεία 50 χρόνων, σε συνδυασμό με το πλούσιο υλικό, που προσφέρει η δίκη για την καταστολή της εξέγερσης, καλύπτουν το σύνολο σχεδόν των πτυχών και όψεων της κορυφαίας μαζικής αντιστασιακής δράσης, στη διάρκεια της χούντας.
Προϊόντος του χρόνου, το ενδιαφέρον είναι λογικό να μετατοπίζεται στην πρόσληψη της εξέγερσης, ως ενός μείζονος πολιτικού γεγονότος, που συνέδεσε το πριν, κατά, αλλά και μετά της εξέγερσης.
Στο πλαίσιο αυτό καθίστανται πολύτιμες οι μαρτυρίες των πρωταγωνιστών. Πέρσι, επί παραδείγματι, στο σχετικό, αυτοβιογραφικού χαρακτήρα, βιβλίο του, ο Μίμης Ανδρουλάκης είχε αναδείξει τη στάση του ΚΚΕ, μέσα από ένα αμφιλεγόμενο κομματικό κείμενο, που «ενοχοποιούσε» τους εξεγερμένους, πυροδοτώντας θύελλα αντιδράσεων.
Αντίθετα, απαρατήρητη πέρασε μια παρατήρηση του Κώστα Λαλιώτη, στην παρουσίαση βιβλίου, του εκ των πρωταγωνιστών της εξέγερσης, μέλους της Συντονιστικής Επιτροπής, δημοσιογράφου Σταύρου Λυγερού.
Ο πρώην υπουργός επέλεξε να αναφερθεί στη διαρκή σιωπή του Κωνσταντίνου Καραμανλή, του μοναδικού, όπως είπε, πολιτικού, στη μεταπολίτευση, που ουδέποτε μίλησε για το γεγονός.
Θυμίζουμε, για την ιστορία, ότι, τις μέρες εκείνες, ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε απευθυνθεί στον Κωνσταντίνο Καραμανλή, σημειώνοντας αυτή ακριβώς την «απροθυμία» του «πατριάρχη» της δεξιάς, συνοδεύοντας την με το αιχμηρό ερώτημα: «Σε τι οφείλεται η δική σας σιωπή;».
Η σιωπή αυτή συνεχίστηκε και μεταδικτατορικά, ενώ ο πρώτος πρωθυπουργός που επισκέφθηκε τον χώρο, για να τιμήσει την επέτειο, ήταν ο Ανδρέας Παπανδρέου.
Ήταν επίσης η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, που καθιέρωσε την ημέρα της επετείου, ως σχολική γιορτή, με εγκύκλιο του τότε υπουργού Παιδείας και κορυφαίου αντιστασιακού Λευτέρη Βερυβάκη, στις 12 Νοεμβρίου 1981.
Ο ρόλος του Κωνσταντίνου Καραμανλή μεταπολιτευτικά, για την εδραίωση της δημοκρατίας, καθιστούσε μάλλον άκαιρη την ανακίνηση ενός τέτοιου ζητήματος. Ο χρόνος όμως, όπως έγινε και με το περίφημο κείμενο της «Πανσπουδαστικής Νο 8» για τους «300 προβοκάτορες» που υπενθύμισε πέρσι ο Μίμης Ανδρουλάκης και ανέφερε και φέτος ο Κώστας Λαλιώτης, τα ανείπωτα των πρώτων χρόνων μπορούν πια, μισό αιώνα μετά, να ειπωθούν με το όνομά τους, ως μια καίρια συμβολή στη διατήρηση της μνήμης, αλλά και την αποτίμηση της εξέγερσης, ως μείζονος πολιτικού γεγονότος, με απολήξεις, όπως φαίνεται, μέχρι την εποχή μας.
Η ανάγκη αυτή υπογραμμίστηκε ακόμη περισσότερο, καθώς, η άμβλυνση του συναισθηματικού φορτίου, επέτρεψε να παρεισφρύσουν αναθεωρητικές» εκδοχές, εξεζητημένες έως ανυστερόβουλες απόπειρες υποβάθμισης, ή και δυσφήμισης, με κραυγαλέα ανιστόρητες αναφορές, στη δήθεν αιτιώδη σύνδεση της εξέγερσης, με το πραξικόπημα του Ιωαννίδη, που ακολούθησε.
Η, στο όνομα της ιστορικής αμεροληψίας, προβολή ισχυρισμών από όργανα της χούντας, που πρωτοστάτησαν στην αιματηρή καταστολή, αποτέλεσε ένα ακόμη «επεισόδιο» σ’ αυτή την προσπάθεια, ενεργοποιώντας τα αντανακλαστικά πρωταγωνιστών της εξέγερσης.
Η αντίδραση των τελευταίων, έβαλε «φρένο στον αναθεωρητικό οίστρο ορισμένων, με δημοκρατικές περγαμηνές δυστυχώς, αλλά και ανέδειξε ξεχασμένες όψεις και συμπεριφορές, που είναι μέρος της ιστορίας.