Στο ΠΑΣΟΚ, μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του ‘80, ο μόνος που διέθετε ένα οργανωμένο κύκλο επιρροής, αυτό που στην εσωκομματική αργκό ονομάζεται φράξια, διέθετε μόνο ο Γιώργος Γεννηματάς.
Τον πλαισίωναν από τότε η «τριπλέτα» των Μιλτιάδη Παπαϊωάννου, Κώστα Γείτονα και Θανάση Τσούρα, που διετέλεσαν επανειλημμένα υπουργοί στις κυβερνήσεις του Ανδρέα Παπανδρέου, αλλά και εκείνες των Κώστα Σημίτη και Γιώργου Παπανδρέου, στάθηκαν δε και στο πλευρό της Φώφης Γεννηματά, μέχρι τον αδόκητο θάνατό της.
Στην ίδια ομάδα ανήκε και ο πρόωρα χαμένος Πέτρος Μόραλης, πατέρας του σημερινού δημάρχου Πειραιά, που είχε διατελέσει μέλος του Εκτελεστικού Γραφείου, αλλά και υφυπουργός Παιδείας στην πρώτη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ.
Ισχυρά ερείσματα είχε η «ομάδα Γεννηματά» και σε μαζικούς χώρους, όπως η τοπική αυτοδιοίκηση και τα συνδικάτα. Οι θητείες του κορυφαίου στελέχους στα υπουργεία Εσωτερικών και Εργασίας συνέβαλαν στη δημιουργία και διεύρυνση αυτών των ερεισμάτων.
Η εσωκομματική δύναμη που είχε συγκεντρώσει ο αείμνηστος πολιτικός φάνηκε στη σύγκρουση και παρ’ ολίγο ρήξη, στο «Πεντελικό», όπου η στήριξη που προσέφερε στην επιλογή του Ανδρέα Παπανδρέου, τον Ακη Τσοχατζόπουλο, για τη θέση του γραμματέα της Κεντρικής Επιτροπής, συνέβαλε στην εκλογή του, τη διασφάλιση της ενότητας και την αποτροπή μιας καταστροφικής διάσπασης.
Εύλογα προβάλλονταν ως φαβορί, όταν, το 1988, η επιδείνωση της υγείας του Ανδρέα Παπανδρέου, έθεσε ζήτημα διαδοχής. Ο Μένιος Κουτσόγιωργας που προβαλλόταν τότε, ως το «αντίπαλο δέος», δεν αντιπαρέθετε παρά έναν περιορισμένο κύκλο υποστηρικτών, στο επίπεδο του Εκτελεστικού Γραφείου, όπως ο Στέφανος Τζουμάκας και ο Χρήστος Παπουτσής και έναν πιο διευρυμένο κύκλο επιρροής στην Κοινοβουλευτική Ομάδα και δη στους κεντρογενούς προέλευσης βουλευτές, που συμμερίζονταν τον πολωτικό, αντιδεξιό του λόγο.
Ο Κώστας Σημίτης, στη φάση εκείνη, αν και είχε αρχίσει να ξεχωρίζει ως εναλλακτικός πόλος, απέναντι στο κυρίαρχο αφήγημα, προβάλλοντας αυτό που στη συνέχεια ονομάστηκε «εκσυγχρονιστικό» ρεύμα, δεν είχε καν τη δυνατότητα συμμετοχής, στην ενδεχόμενη μάχη διαδοχής, του ιδρυτή του Κινήματος.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στην τότε κοινοβουλευτική πλειοψηφία, ο μόνος που φαινόταν να συμμερίζεται τις απόψεις του, ήταν ο Χάρης Καστανίδης. Που τον στήριξε και, στη μεγάλη μάχη του 1996, έγινε υπουργός του, αλλά στη συνέχεια συγκρούστηκε σκληρά μαζί του, σε ζήτημα ηθικής τάξης και συγκεκριμένα στη θέσπιση κανόνων, για τον έλεγχο των προμηθειών του δημοσίου και στην ουσία αποχώρησε από το ρεύμα που εξέφραζε ο τότε πρωθυπουργός.
Ο Χάρης Καστανίδης που είχε μια άλλη πορεία στη συνέχεια, μέχρι και σήμερα, ανήκε στην περίφημη «ομάδα των λοχαγών», τη μόνη ίσως, με εκείνη των «Ιταλών», με διακριτή παρουσία.