Του ΛΕΥΤΕΡΗ ΚΑΝΑ
Όταν η νεοπαγής δημοκρατία πραγματοποιούσε τα πρώτα της βήματα, προς την και θεσμική της συγκρότηση, στις αρχές του 1975, το ερώτημα που υπέβοσκε ήταν:
Τι είδους δημοκρατία θέλουμε; Μια δημοκρατία που… θα φοβάται τον ίσκιο της, θα νιώθει εύθραυστη και έτοιμη να καταρρεύσει στο «πρώτο φύσημα του ανέμου», όπως τον τραγικό εκείνο Απρίλιο του 1967; Μια δημοκρατία που θα δίνει μάχες επιβίωσης, που θα «σκιάζεται» στην πρώτη υποψία απειλής;
Ή μια δημοκρατία σίγουρη για τον εαυτό της, με πλεονάζουσα αυτοπεποίθηση, με εμπιστοσύνη στους θεσμούς της και την αντικειμενική της υπεροχή έναντι των όποιων δυνητικών εχθρών;
Το ερώτημα απέκτησε «υλική» υπόσταση, κατά τη συζήτηση επί του νέου Συντάγματος, όταν η τότε κυβερνητική πλειοψηφία, στο σχέδιο που υπέβαλε, πρόβλεψε τη δυνατότητα απαγόρευσης, της λειτουργίας κομμάτων, μέσω μάλιστα της ίδρυσης Συνταγματικού Δικαστηρίου, γι’ αυτό το σκοπό, κατά το γερμανικό υπόδειγμα.
Η αντίδραση όλων των κομμάτων της τότε αντιπολίτευσης, αλλά και της δημοκρατικής κοινωνίας, ιδιαίτερα δε του νομικού κόσμου, οδήγησε σε αναδίπλωση.
Ετσι, στο τελικό κείμενο του Συντάγματος, επικράτησε αυτό που θα ονομάζαμε «δημοκρατία της αυτοπεποίθησης». Παρά τα νωπά τραύματα, από την αντιδημοκρατική εκτροπή, αλλά και τα τεράστια δημοκρατικά ελλείμματα της προδικτατορικής περιόδου, η μεταπολιτευτική μας δημοκρατία ένιωσε αρκετά ισχυρή και σίγουρη για τον εαυτό της, ώστε να μην υποκύψει στον πειρασμό της επιβολής και εδραίωσής της, με τη δαμόκλειο σπάθη απαγορεύσεων και διοικητικών μέτρων.
Ακόμη και αυτή η εντελώς τυπική δήλωση, προς το αρμόδιο τμήμα του Αρείου Πάγου, με την έκφραση πίστης στο δημοκρατικό πολίτευμα, κατέστη προαιρετική στην πράξη και με την πάροδο των χρόνων.
Δεν υπήρξε δε ούτε σκέψη, από κανέναν, για τη μεταβολή ή έστω την επανεξέταση αυτής της θεμελιώδους επιλογής, ούτε όταν ένα απροσχημάτιστα φιλοχουντικό, αλλά και φιλοβασιλικό κόμμα, η «Εθνική Παράταξη», κατάφερε να μπει στη Βουλή, μόλις στις δεύτερες μεταδικτατορικές εκλογές, τρία χρόνια μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας, με το διόλου ευκαταφρόνητο 7%.
Δεν άλλαξε ούτε όταν, στις ευρωεκλογές του 1984, ένα κόμμα, με πραγματικό αρχηγό τον ίδιο τον δικτάτορα, που «κατοχύρωσε» την «ιδιοκτησία» του επί του σχηματισμού, της ΕΠΕΝ, με μαγνητοφωνημένο μήνυμα μέσα από τη φυλακή.
Κανείς δε σκέφτηκε να το απαγορεύσει, παρ’ ότι η ομολογημένα εικονική του ηγεσία, υπό τον πρώην «υπουργό» της χούντας Χρύσανθο Δημητριάδη, πρόσφερε το πρόσχημα προς τούτο. Μπορεί δε ο εν λόγω σχηματισμός να μην κατάφερε ποτέ να εισέλθει στην ελληνική Βουλή, αλλά εκπροσωπήθηκε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, δια του ίδιου του «αρχηγού» του.
Το ίδιο σίγουρη και ισχυρή ένιωσε η Δημοκρατία μας, ούτε στα δύσκολα χρόνια των μνημονίων, όταν η «Χρυσή Αυγή» πραγματοποιούσε «θριαμβευτική» είσοδο στην Ελληνική Βουλή και έδειξε από την πρώτη στιγμή το απεχθές, βίαιο πρόσωπό της. Η Δημοκρατία δε, εξήλθε νικήτρια με τον, δια της ψήφου των πολιτών, αποκλεισμό της X.A. από τη Βουλή, τον Ιούλιο του 2019.
Εχουμε εκφράσει την άποψη μας για την επίμαχη νομοθετική ρύθμιση, που συνιστά ποιοτική μεταβολή, σε σχέση με την πρακτική μισού αιώνα Πολύ φοβούμαστε πως θα δικαιωθούμε.