Ο Ανδρέας Παπανδρέου εξάντλησε πλήρως και τη δεύτερη πρωθυπουργική του θητεία (1985-89).
Οι «κακές γλώσσες» βέβαια θα ισχυριστούν ότι το έπραξε γιατί έβλεπε τη φθορά και τη σοβαρή πιθανότητα της ήττας. Όπως και να έχει όμως, τουλάχιστον ως προς αυτό, υπήρξε θεσμικά συνεπής, σε αυτή τη φάση της πρωθυπουργίας του, στη δεκαετία του ‘80.
Το τι ακολούθησε, μεταξύ Ιουνίου 1989 και Απριλίου 2000, με τις τρεις συνεχόμενες εκλογικές αναμετρήσεις, είναι άσχετο με τις όποιες προθέσεις προσώπων, αλλά με το αντικειμενικό γεγονός, της έλλειψης αυτοδυναμίας.
Εδώ βέβαια μπορεί να καταγραφεί αρνητικά η αλλαγή του εκλογικού συστήματος προς το αναλογικότερο, από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, που κατέστησε μία εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση, την κατάκτηση αυτοδύναμης πλειοψηφίας.
Από την οποία κίνηση βέβαια δεν έλειπε το στοιχείο της πολιτικής ιδιοτέλειας, καθώς στη Χαριλάου Τρικούπη διέβλεπε τον υπαρκτό, αν όχι βέβαιο κίνδυνο απώλειας της εξουσίας.
Μεταγενέστερες πάντως αναλύσεις, δίνουν μία άλλη διάσταση.
Δείχνουν δηλαδή ότι στο κραταιό Κίνημα είχε αρχίσει ο προβληματισμός, για την πιθανότητα, οι αυτοδύναμες κυβερνήσεις, που στη 15ετία 1974-1989 πρόβαλαν ως αμετακίνητη σταθερά της μεταδικτατορικής-μεταπολιτευτικής πολιτικής ζωής, να πάψουν να αποτελούν τη μοναδική αποδεκτή λύση.
Λεγόταν χαρακτηριστικά, από κορυφαία στελέχη του Κινήματος, ότι ο δικομματισμός εκείνου του διαστήματος, ενδεχομένως, σε μία επόμενη φάση, θα αντικαθίστατο από το λεγόμενο «διπολισμό». Τον κατ’ άλλους, «αστερισμό» κομμάτων, που θα διαμόρφωναν κυβερνητικά σχήματα συνεργασίας, από όμορες πολιτικές δυνάμεις, που εξ αντικειμένου θα μπορούσαν να συμφωνήσουν σε μία κοινή προγραμματική βάση.
Εκ των υστέρων και ειδικά στην παρούσα φάση των πολιτικών πραγμάτων, αποδεικνύεται η διορατικότητα τέτοιων προσεγγίσεων.
Στην περίοδο που εξιστορούμε όμως, τα πράγματα εξελίχθηκαν κάπως διαφορετικά. Το τέλος των αυτοδύναμων-μονοκομματικών κυβερνήσεων αργούσε ακόμη και θα χρειαζόταν η μεσολάβηση μιας πρωτοφανούς οικονομικής κρίσης, με την ακολουθία αλλεπάλληλων κρίσεων, από την πανδημία μέχρι τον πόλεμο, για να τεθούν υπό αμφισβήτηση.
Τον Απρίλιο του 1990, λοιπόν, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης κατάφερε επιτέλους, περνώντας «δια πηρός και σιδήρου», να πραγματοποιήσει το «παιδικό όνειρό» του, να γίνει πρωθυπουργός, έστω και με δανεική ψήφο.
Η επιμονή του όμως να εξουδετερώσει το μεγάλο πολιτικό του αντίπαλο, μέσω του Ειδικού Δικαστηρίου, αλλά και γενικότερες εμμονές του (σας θυμίζει κάτι; ) έφεραν την πρόωρη και «βίαιη» πτώση του, εκ των έσω, με τη λεγόμενη «αποστασία» του Αντώνη Σαμαρά.
Η ιστορία εκδικήθηκε τον παλιό «αρχιαποστάτη» και τον κατέστησε τον πρώτο, προ της εκδήλωσης της οικονομικής κρίσης, πρωθυπουργό, που δεν του δόθηκε δεύτερη ευκαιρία από το εκλογικό σώμα.
Είχε έρθει ξανά η «ώρα του Ανδρέα».