Το τσάι είναι ένα από τα πιο δηµοφιλή ροφήµατα παγκοσµίως και το δεύτερο σε κατανάλωση µετά το νερό.
Χώρες όπως η Κίνα, η Ιαπωνία και η Μεγάλη Βρετανία έχουν αναγάγει την κατανάλωσή του σε µια µορφή τέχνης και η ζεστή κούπα τσαγιού αποτελεί αναπόσπαστο µέρος της καθηµερινής τους ζωής.
Από τις κοµψές τελετές τσαγιού µέχρι τις περιστασιακές συγκεντρώσεις πάνω από µια αχνιστή τσαγιέρα, ο κόσµος του τσαγιού είναι πλασµένος από µύθους και ιστορίες που ξεκίνησαν την πορεία τους στα βάθη των αιώνων.

Τα θρυλικά φύλλα
Ο θρύλος λέει ότι η παρασκευή του πρώτου ροφήµατος τσαγιού έγινε εντελώς τυχαία από τον Κινέζο αυτοκράτορα και διάσηµο βοτανολόγο Σεν Νουνγκ, το 2737 π.Χ.
Μια καλοκαιρινή µέρα ο αυτοκράτορας µε τη συνοδεία του αποφάσισε να επισκεφτεί την ύπαιθρο για να µελετήσει τα βότανα.
Κάποια στιγµή διέταξε τους υπηρέτες του να βράσουν λίγο νερό για να ξεδιψάσουν (την εποχή εκείνη έβραζαν το νερό για να εξουδετερωθούν τα επιβλαβή µικρόβια).
Την ώρα που έβραζε το νερό, φύσηξε δυνατός αέρας και φύλλα από ένα γειτονικό θάµνο κατέληξαν µέσα στο τσουκάλι. Τα φύλλα άρχισαν να βράζουν και να απελευθερώνουν µια υπέροχη µυρωδιά.
Ο αυτοκράτορας δοκίµασε το αρωµατικό ρόφηµα και ενθουσιάστηκε!
Ένιωσε να ξεδιψά και να αναζωογονείται!
Σύµφωνα µε µια άλλη εκδοχή του θρύλου, ο Σεν Νουνγκ δηλητηριάστηκε κατά λάθος και βρισκόταν κοντά στο θάνατο όταν ένα φύλλο από το φυτό Camellia sinensis (τσάι) έπεσε στο στόµα του και τον επανέφερε στην ζωή!
Παρά τους διαφορετικούς θρύλους, τα ιστορικά στοιχεία µαρτυρούν ότι το τσάι προέρχεται από την Κίνα και χρονολογείται από τον 2ο αιώνα π.Χ.
Αρχικά οι άνθρωποι µασούσαν τα φύλλα τσαγιού και τα πρόσθεταν σε σούπες και χυλούς. Τα χρησιµοποιούσαν για την καταπράυνση στοµαχικών πόνων, οφθαλµικών και δερµατικών παθήσεων και για την αντιµετώπιση της υπνηλίας.
Το τσάι επεκτάθηκε στην Ιαπωνία και στην Κορέα στα τέλη του 6ου µ.Χ. αιώνα από βουδιστές µοναχούς που επέστρεφαν από τις σπουδές τους στην Κίνα.
Παραδοσιακά, οι βουδιστές µοναχοί κατανάλωναν τσάι για να τους βοηθήσει στην συγκέντρωση και τον διαλογισµό και δηµιούργησαν µια τελετή τσαγιού που συνεχίζεται µέχρι σήµερα.
Με τα χρόνια, αυτό το πικρό «φάρµακο» πέρασε από αναρίθµητες παραλλαγές – από πράσινο τσάι σε µαύρο τσάι – µέχρι που καθιερώθηκε ως ρόφηµα πριν από περίπου 1.500 χρόνια και έγινε εθνικό ποτό της Κίνας κατά την διάρκεια της δυναστείας Τανγκ, τον 8ο αιώνα µ.Χ.

Το τσάι συστήνεται στην Ευρώπη
Το τσάι προέρχεται από τον αειθαλή θάµνο Καµέλια η σινική (Camellia sinensis) και προσφέρει µια µεγάλη ποικιλία γεύσεων ανάλογα µε τον τρόπο επεξεργασίας των φύλλων.
Στις αρχές του 17ου αιώνα, Πορτογάλοι και Ολλανδοί έµποροι φέρνουν το τσάι στην Ευρώπη.
Οι Ευρωπαίοι το δοκιµάζουν αλλά προτιµούν την γεύση του καφέ. Οι Ρώσοι είναι οι πρώτοι θιασώτες του τσαγιού το οποίο φτάνει στην χώρα τους πάνω σε καµήλες.
Το τσάι ήταν γνωστό στην Βρετανία για τις φαρµακευτικές του ιδιότητες. Στα καφενεία του Λονδίνου άρχισε να σερβίρεται το 1650 ως καινοτοµία όµως πολύ λίγοι το κατανάλωναν.
Η δηµοτικότητα του ροφήµατος εκτοξεύτηκε τo 1662 όταν ο Κάρολος Β’ παντρεύτηκε την Αικατερίνη της Μπραγκάντζα, µια Πορτογαλίδα πριγκίπισσα η οποία κατανάλωνε φανατικά τσάι!
Η Αικατερίνη συνήθιζε να πίνει το αναζωογονητικό ρόφηµα ως µέρος της καθηµερινής της ρουτίνας καθιστώντας το δηµοφιλές ως κοινωνικό ρόφηµα και όχι ως τονωτικό για την υγεία.
Οι κυρίες συνέρρεαν στην βασιλική αυλή για να απολαύσουν το τσάι µαζί της και για να γίνουν µέρος του κύκλου της. Έτσι το τσάι συνδέθηκε µε την κοινωνικότητα των γυναικών της ελίτ, µε την Αικατερίνη να είναι το πιο διάσηµο έµβληµα (ινφλουένσερ της εποχής).
Το τσάι ήταν πολύ ακριβό επειδή προερχόταν από την Κίνα και είχε βαριά φορολογία (δεκαπλάσια τιµή από τον καφέ).
Ό,τι ήταν ακριβό είχε να κάνει µε την αριστοκρατία. Είναι το ίδιο όπως και σήµερα: Αγοράζεις ακριβά πράγµατα για να δείξεις πόσο σηµαντικός είσαι.
Το τσάι όµως δεν ήταν «µόνο του», υπήρχε ολόκληρη συνοδεία από περίτεχνα πορσελάνινα σερβίτσια τα οποία ήταν πανάκριβα και έρχονταν στην Ευρώπη από την Κίνα, µέσω της Πορτογαλίας.
Η κατανάλωση τσαγιού γινόταν περισσότερο ελκυστική όταν συνοδευόταν από την πανάκριβη πορσελάνη, σαν να έχεις σήµερα το τελευταίο µοντέλο κινητού τηλεφώνου.

Το ρόφηµα που κέρδισε τα πλήθη
Μέχρι τον 18ο αιώνα, η δηµοτικότητα του τσαγιού είχε αυξηθεί τόσο πολύ που άνθρωποι όλων των κοινωνικών στρωµάτων ήθελαν λίγο τσάι.
Το πρόβληµα βέβαια ήταν ότι εξακολουθούσε να είναι πολύ ακριβό, εξαιτίας των υψηλών φόρων.
Η αγάπη των ανθρώπων για αυτό το ζεστό ρόφηµα ήταν τόσο ισχυρή που οι λαθρέµποροι άρχισαν να το φέρνουν παράνοµα στην χώρα. Η ζήτηση ήταν τέτοια που η ποσότητα που εισαγόταν λαθραία ετησίως ήταν πολύ µεγαλύτερη από αυτή που εισαγόταν νόµιµα.
Ο Γουίλιαµ Πιτ ο Νεότερος έγινε πρωθυπουργός το 1783 και κατάφερε να εξαλείψει το παράνοµο εµπόριο τσαγιού µέσα σε µια νύχτα, µειώνοντας τον φόρο από 119% σε 12,5%.
Μέχρι το τέλος του 18ου αιώνα, ακόµη και οι πολύ φτωχοί αγρότες έπιναν τσάι δύο φορές την ηµέρα, επιµηκύνοντας αισθητά το προσδόκιµο ζωής τους, καθώς το βραστό νερό που χρησιµοποιούσαν για την παρασκευή του, σήµαινε και πολύ πιο υγιεινό νερό.

Οι Πόλεµοι του Οπίου
- Α’ Πόλεµος του Οπίου (1839-1842)
Στα µέσα του 18ου αιώνα το εµπορικό ισοζύγιο της Κίνας µε την Βρετανία ήταν ελλειµµατικό καθώς το τσάι γινόταν όλο και πιο δηµοφιλές και οι Βρετανοί εισήγαγαν µεγάλες ποσότητες από τσάι, µετάξι και πορσελάνες και πλήρωναν µε πολύτιµο ασήµι τους Κινέζους που αδιαφορούσαν για τα προϊόντα τους.
Η Βρετανική Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών προσπαθώντας να αντιµετωπίσει αυτή την ανισορροπία, άρχισε να καλλιεργεί και να επεξεργάζεται όπιο στην Βεγγάλη, που είχε το µονοπώλιο και µε την βοήθεια ντόπιων εµπόρων αποφάσισαν να «πληµµυρίσουν» την Κίνα µε όπιο για να ισοσκελίσουν το εµπορικό τους έλλειµµα. Έτσι άρχισε να ανταλλάσσεται το τσάι µε όπιο.
Η ανταπόκριση των Κινέζων «καταναλωτών» ήταν πολύ µεγάλη και από τους 15 τόνους εισαγόµενου οπίου το 1730, έφτασαν τους 1.400 τόνους το 1839, στις παραµονές του Α’ Πολέµου του Οπίου.
Ο εθισµός µεγάλου αριθµού υπηκόων οι οποίοι είχαν πλέον πρόσβαση στον «τεχνητό παράδεισο» ανησύχησε τον αυτοκράτορα Τζιατσίνγκ, ο οποίος το 1810 απαγόρευσε την διάθεση του οπίου στην επικράτειά του, µε την αιτιολογία ότι «έκανε κακό στην υγεία και υπονόµευε τα ήθη και τους καλούς τρόπους του λαού του».
Οι Άγγλοι και οι ντόπιοι συνεργάτες τους συνέχισαν το εµπόριο του οπίου, αγνοώντας το διάταγµα αφού ενδιαφέρονταν µόνο για το πολύτιµο ασήµι των Κινέζων.
Οι κινεζικές αρχές όµως ήταν αποφασισµένες να απαγορεύσουν µε κάθε τρόπο τις εισαγωγές οπίου από τα µεγάλα λιµάνια της χώρας και έτσι άρχισαν να κατάσχουν και να καταστρέφουν µεγάλες ποσότητες όπως και να καταδικάζουν σε θάνατο τους ντόπιους εµπόρους.
Οι Άγγλοι παρόλα αυτά αρνήθηκαν να συµµορφωθούν και ο µανδαρίνος Λιν Τσε Χσου, ένας αυστηρός κοµφουκιανιστής που από τότε θεωρείται εθνικός ήρωας, έστειλε επιστολή προς την Βασίλισσα Βικτώρια (1839), που καταδίκαζε το εµπόριο ως «ηθικό έγκληµα» και ζητούσε την διακοπή του.
Η Βρετανία απάντησε µε πολεµικά πλοία, επιβάλλοντας την «νοµιµοποίηση της ναρκωτικής ουσίας» για να εξασφαλίσει την οικονοµική κυριαρχία της. Οι συνέπειες ήταν καταστροφικές: µέχρι το 1838, 12 εκατοµµύρια Κινέζοι ήταν εθισµένοι στο όπιο. Αυτή η «ταπείνωση» δεν ξεχάστηκε ποτέ. Αντιθέτως, διαµόρφωσε την κινεζική νοοτροπία και την καχυποψία απέναντι στις δυτικές επιρροές
Ο πόλεµος τυπικά έληξε µε την Συνθήκη Νανκίνγκ στις 29 Αυγούστου 1842, προβλέποντας µεταξύ άλλων την παραχώρηση του Χονγκ Κονγκ στην Βρετανία (που ήταν σε ισχύ µέχρι το 1997) και ακόµη πέντε λιµανιών της νοτιοανατολικής Κίνας.

- Β’ Πόλεµος του Οπίου (1856-1860)
Ο Β’ Πόλεµος του Οπίου ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 1856 όταν Κινέζοι αξιωµατούχοι, συνέλαβαν το πλήρωµα του πλοίου «Βέλος» για πειρατεία και λαθρεµπόριο.
Οι Άγγλοι παραπονέθηκαν ότι οι τελωνειακοί έσχισαν την βρετανική σηµαία και κήρυξαν τον πόλεµο στον αυτοκράτορα. Μαζί τους συντάχθηκαν και οι Γάλλοι, έχοντας την συµπαράσταση της Ρωσίας και των ΗΠΑ.
Οι Άγγλοι και οι Γάλλοι γρήγορα κυριάρχησαν, λόγω του καλύτερα εξοπλισµένου στρατού, αναγκάζοντας τους Κινέζους να συνθηκολογήσουν και να υπογράψουν τον Ιούνιο του 1858 την Συνθήκη του Τιεντσίν, η οποία προέβλεπε:
- Εγκατάσταση διπλωµατικών αποστολών από Βρετανία, Γαλλία, ΗΠΑ και Ρωσία στο Πεκίνο, που εκείνη την εποχή ήταν Απαγορευµένη Πόλη.
- Άνοιγµα νέων λιµανιών για εµπορική δραστηριότητα.
- Ελευθερία κινήσεων για τους ξένους στο εσωτερικό της χώρας.
- Νοµιµοποίηση των εισαγωγών οπίου.
- Καταβολή µεγάλης αποζηµίωσης σε Βρετανία και Γαλλία.
Οι Άγγλοι και οι Γάλλοι συνέχισαν τις εχθροπραξίες καθώς ο Αυτοκράτορας Φενγκ Ξιάν αρνήθηκε να εφαρµόσει την συνθήκη και µε επικεφαλής τον Τζέιµς Μπρους, 8ο Κόµη του Έλγιν (γιο του γνωστού µας Λόρδου Έλγιν), οι Άγγλοι και οι Γάλλοι εισέβαλαν στο Πεκίνο.
Έβαλαν φωτιά στα θερινά Ανάκτορα, προέβησαν σε λεηλασίες και ανάγκασαν τον αυτοκράτορα να υπογράψει την Σύµβαση του Πεκίνο (18 Οκτωβρίου 1860), µε την οποία επικυρωνόταν η Συνθήκη Τιεντσίν.
Το εµπόριο συνεχίστηκε ως το 1908. Το όπιο είχε εισχωρήσει σε κάθε σπίτι, ακόµη και ο αυτοκράτορας κάπνιζε ενώ ο µεγάλος του γιος πέθανε από την χρήση ναρκωτικών.
Στην ύπαιθρο της Κίνας καλλιεργούσαν την παπαρούνα µε φρενήρεις ρυθµούς ενώ πλούσιοι και φτωχοί, ακόµη και παιδιά 10 ετών παγιδεύονταν στους «παραδείσους» του οπίου.
Οι ήττες των Κινέζων και στους δύο Πολέµους του Οπίου οδήγησαν στην εθνική αφύπνιση τους και δηµιουργήθηκε ένα κλίµα καχυποψίας για την Δύση που παραµένει µέχρι σήµερα.
Όλα ξεκίνησαν από µια ανταλλαγή προϊόντων. Πολλές φορές όµως οι «ανταλλαγές» δεν είναι και τόσο ωφέλιµες για όλους.
Πόσο µακριά µπορούµε να φτάσουµε «για µια ζεστή κούπα τσάι σε πορσελάνινο φλιτζάνι»;

Πηγές:
- Ellis M., Coulton R. & Mauger M. (2015).Empire of Tea: The Asian Leaf That Conquered The World. Reaktion Books
- Pettigrew J. & Richardson B. (2013).A Social History of Tea: Tea’s Influence on Commerce, Culture & Community. Benjamin Press
- Saberi H. (2012).Tea: A Global History (Edible). Reaktion Books