Πολλές φορές, ακούγοντας κανείς τους πρωταγωνιστές του
πολιτικού σκηνικού, αισθάνεται σαν να ξέρουν ήδη πώς θα
διαμορφωθεί ο χάρτης μόλις ανοίξει η επόμενη εθνική κάλπη για
την καταμέτρηση. Ωστόσο, τα πράγματα, όπως έχει αποδείξει
πολλάκις η ζωή, είναι εντελώς διαφορετικά.
Για παράδειγμα, ακούγοντας κανείς τον πρωθυπουργό να μιλάει
για πρώτη και για δεύτερη κάλπη, αισθάνεται λες και οι εκλογές
στην Ελλάδα γίνονται σε… δύο γύρους. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης,
μ’ άλλα λόγια, προαναγγέλλει από τώρα ότι θα επιχειρήσει να
«κάψει» την απλή αναλογική και έχει περιγράψει –το έκανε και την
περασμένη εβδομάδα, μιλώντας στην νεοεκλεγείσα Πολιτική
Επιτροπή της ΝΔ- την πρώτη εκλογική αναμέτρηση ως «βατήρα»
για την επιδίωξη να ανανεώσει την αυτοδυναμία του.
Επίσης, ακούγοντας κανείς τον αρχηγό της αξιωματικής
αντιπολίτευσης να αναφέρεται στην προοπτική «προοδευτικής
διακυβέρνησης» μετά τις πρώτες κάλπες, αισθάνεται λες και είναι
δεδομένο όχι μόνο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα είναι πρώτο κόμμα, αλλά και
πως αν δεν «βγαίνουν τα νούμερα» για συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-
ΠΑΣΟΚ, θα είναι αυτονόητο να συμφωνήσει μαζί τους ο Γιάνης
Βαρουφάκης και το Μέρα25.
Αντιστοίχως, ακούγοντας κανείς τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ να
προεξοφλεί από τώρα πως, με όποιον κάτσει απέναντί του στο
τραπέζι, θα αξιώσει να μην είναι εκείνος πρωθυπουργός,
αισθάνεται πως κι εκείνος έχει κάνει από τώρα κάποιο
«συμβόλαιο» με τους ψηφοφόρους ότι θα έχει τόσο μεγάλο
ποσοστό, που θα μπορέσει να θέσει μία τέτοια αξίωση στο τραπέζι
της συζήτησης.
Τα πράγματα, όμως, δεν είναι στατικά. Και η κάλπη δημιουργεί τη
δική της δυναμική, που πολλές φορές ανατρέπει σχεδιασμούς,
αλλά και στρατηγικές. Για παράδειγμα, ακόμη κι αν η ΝΔ κόψει
πρώτη το νήμα των εκλογών αλλά έχει μικρή διαφορά από τον
ΣΥΡΙΖΑ και πολύ χαμηλότερο ποσοστό από εκείνο του 2019, δε
θα είναι τόσο εύκολο για τον Κυριάκο Μητσοτάκη να σύρει τη χώρα
σε δεύτερες εκλογές. Επίσης, αν η κάλπη «βγάλει» ένα ισχυρό
αίτημα πολιτικής αλλαγής με καθαρή πρωτιά του ΣΥΡΙΖΑ, δεν είναι
καθόλου σίγουρο ότι θα επιμείνει ο Αλέξης Τσίπρας στο να μην
διεξαχθούν επαναληπτικές εκλογές –ή, τουλάχιστον, θα έχει
πολλούς λόγους να το κάνει.
Ταυτοχρόνως, αν ο Νίκος Ανδρουλάκης δεν έχει το ποσοστό που
φαντάζεται ή εκτιμά ή αν έχει απέναντί του έναν αρχηγό που θα
έχει φτάσει ή ξεπεράσει το 34 ή 35%, δύσκολα θα μπορέσει να
επιμείνει στο ποιος θα είναι πρωθυπουργός.
Με άλλα λόγια, καλά τα λέμε όλοι τώρα, αλλά όταν μιλάει ο λαός,
τότε όλα (μπορούν να) είναι αλλιώς.