Η Ελληνική Δημοκρατία έκλεισε λίγες μέρες πριν 50 χρόνια ζωής, διήγαγε την νεότητά της και τώρα καλείται να ωριμάσει. Η πορεία της ξεκίνησε με νεκρούς και αίμα, καθώς η Χούντα των Συνταγματαρχών έπεσε μόνον αφού μπήκαν οι αρμάδες του Αττίλα στην Βόρεια Κύπρο. Ωστόσο, μέσα από δυσκολίες και προκλήσεις, χρεοκοπίες και σκοτεινές στιγμές, η Ελλάδα πρόκοψε και κατάφερε να παραμείνει εντός των πλέον ανεπτυγμένων χωρών, ακόμα και αν το τίμημα υπήρξε βαρύ την τελευταία δεκαετία -ειδικά για τους πλέον μη προνομιούχους.
Τα πρώτα χρόνια της σημαδεύτηκαν από κρίσιμους αγώνες για την οικονομία, τον τρόπο και το πλαίσιο της αναδιανομής του πλούτου, την ποιότητα και το βάθος των δημοκρατικών θεσμών, την ισονομία και την ισοπολιτεία, το μέγεθος και τον ρόλο του κοινωνικού κράτους, την συμμετοχή των πολιτών στα σωματεία, στις γειτονιές, στο κράτος και τα κόμματα. Οι μεγάλες τομές και μεταρρυθμίσεις ξεκίνησαν 7 χρόνια μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας και φέρουν την ανεξίτηλη σφραγίδα του ΠΑΣΟΚ και του ιδρυτή του.
Θα ήταν ελλιπής όμως ακόμα και αυτή η αναφορά, αν δεν εμπεριείχε στο κορμό της, στο σώμα της, τις ιδέες, την πολιτική κουλτούρα και τους αγώνες της Αριστεράς. Ήταν αυτές άλλωστε, που δικαιώθηκαν και πήραν σάρκα και οστά στην πρώτη κυβέρνηση το 1981 και είναι αυτές που 50 χρόνια μετά ξαναβρίσκονται στο στόχαστρο. Και έπειτα όμως, οι δύσκολες αποφάσεις και οι πολιτικές που καθόρισαν την πορεία της χώρας μέχρι σήμερα, σημαδεύτηκαν και πάλι από τις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ, η ένταξη μας στο ευρώ, η παραμονή μας σε αυτό στην χρεοκοπία, η ένταξη της Κύπρου στην ευρωπαϊκή οικογένεια, το κοινωνικό συμβόλαιο του εκσυγχρονισμού, οι τομές που στόχευσαν στην θεσμική διαφάνεια.
Η κληρονομιά
Τα πρώτα χρόνια της νεαρής μας δημοκρατίας, απάντησαν στο αίτημα για αυτοπεποίθηση και περηφάνια της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας, στο αίτημα των εργαζομένων, των αγωνιστών της ζωής να μπορέσουν να έχουν μια πραγματική θέση αξιοπρέπειας στον δημόσιο βίο, να μπορέσει η κόρη του αγρότη να γίνει σημαντική γιατρίνα και δικηγορίνα στην Αθήνα, χωρίς τον φόβο του αστυνομικού και των κοινωνικών φρονημάτων. Αυτή, είναι η κληρονομιά της μεγάλης δημοκρατικής παράταξης στην χώρα, που πλέον τίθεται σε αμφισβήτηση. Η κοινωνική κινητικότητα, η ανταμοιβή του μόχθου των εργαζομένων, η δικαιοκρατία χωρίς κομματικές ταυτότητες, τα τζάκια που παραμερίστηκαν για να ανυψωθεί το βιοτικό επίπεδο των ανθρώπων που βρίσκονταν στο περιθώριο.
Οι πελατειακές σχέσεις, η νομή της εξουσίας από δίκτυα πέριξ της κεντρικής -και όχι μόνο- εξουσίας, η κατάρρευση όλων των δημόσιων αγαθών, η επικράτηση μιας δήθεν «αριστείας» που επικεντρώνει σε έναν αφελώς εννοούμενο τεχνοκρατισμό, μια αφαιρετική κατασκευή όπου η επιστήμη έχει αποστειρωθεί από την υπηρέτηση της κοινωνικής προόδου, του συλλογικού καλού, ο αφελληνισμός της οικονομίας μας και η εκμετάλλευση κάθε σπιθαμής από το συγκριτικό πλεονέκτημα της χώρας από παράκεντρα κατεστημένων συμφερόντων καθιστούν την Ελληνική Δημοκρατία δυσβίωτη από την σύγχρονη μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία.
50 χρόνια μετά βρισκόμαστε μπροστά σε προκλήσεις, στις οποίες μπορούμε να ανταπεξέλθουμε εφόσον η κινητήριος δύναμη ξαναγίνει το «εμείς» με αυτοπεποίθηση και όχι το «εγώ» του φόβου. Έχει ωριμάσει πλέον η ανάγκη για ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο που θα δώσει ώθηση και κατεύθυνση στην παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας, με μοχλό ανάπτυξης το κοινωνικό κράτος και έναν σύγχρονο εργασιακό χάρτη που θα βασίζεται στην αξιοπρέπεια. Οι προκλήσεις της ψηφιοποίησης, της πράσινης ανάπτυξης, της δημιουργίας ανθεκτικοτήτων απέναντι στην κλιματική αλλαγή καθώς και η πιο σημαντική, εκείνη της συμμετοχικής δημοκρατίας σε όλο το πλέγμα της σύγχρονης ζωής μπορούν να απαντηθούν μόνον με την πραγματική επιστροφή της Πολιτικής (χωρίς προσωπικές φιλοδοξίες και παλαιές τακτικές). Ας γίνει το 2024, το δικό μας 1977, με λογισμό και όνειρο.
* Διδάσκουσα στο Τμήμα
Κοινωνιολογίας του ΕΚΠΑ,
Αναπληρώτρια γραμματέας
του τομέα εργασίας του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ