Tης ΜΑΡΙΑΝΑΣ ΤΣΙΧΛΗ *
«Συγκρούστηκαν στα Τέμπη ανθρώπινα λάθη με χρόνιες παθογένειες της δημόσιας διοίκησης που όλοι γνωρίζαμε ότι ήταν το πιο προβληματικό κομμάτι των ελληνικών δημόσιων οργανισμών».
Έτσι επέλεξε ο πρωθυπουργός να «τιμήσει τη μνήμη» 57 νεκρών, στην μεγάλη πλειοψηφία τους νέων παιδιών, ακριβώς έναν χρόνο μετά το θάνατό τους, που αποτέλεσε ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα της μεταπολίτευσης.
Την ίδια στιγμή που ο κόσμος βοά για την βαριά πολιτική ευθύνη της κυβέρνησης της ΝΔ, που αποτελεί κοινή και αναμφισβήτητη πλέον εκτίμηση ότι το δυστύχημα, με βεβαιότητα θα είχε αποφευχθεί αν υπήρχε τηλεδιοίκηση σε λειτουργία.
Τολμά ο πρωθυπουργός να μιλάει για τις υποτιθέμενες «χρόνιες παθογένειες της δημόσιας διοίκησης», την ίδια στιγμή που είναι κοινώς αποδεκτό ότι η ιδιωτικοποίηση του σιδηρόδρομου, η εξαγορά του έναντι πινακίου φακής από μία ιταλική χρεοκοπημένη κρατική εταιρία, την οποία το ελληνικό δημόσιο επιδοτούσε με 50 εκ. το χρόνο, οδήγησε σε αυτή την απερίγραπτη τραγωδία. Μιλάει για «ανθρώπινα λάθη», όταν οι μοναδικοί που συστηματικά προειδοποιούσαν για το πιθανότατο ενδεχόμενο ατυχήματος ήταν οι εργαζόμενοι, οι οποίοι μετρούν και τους δικούς τους νεκρούς και όχι μόνο δεν εισακούστηκαν, αλλά λοιδορήθηκαν και λοιδορούνται ακόμα, δια στόματος του ίδιου του Πρωθυπουργού.
Ένα χρόνο μετά, όπως μπαζώθηκε ο τόπος του δυστυχήματος, επιχειρείται να «μπαζωθούν» και οι πολιτικές και ποινικές ευθύνες.
Και ο Κυριάκος Μητσοτάκης, σε ένα ακόμα κρεσέντο αλαζονείας και αυταρχισμού, επιμένει στο ίδιο προκλητικό ψέμα, με εντυπωσιακή αναλγησία απέναντι στη μνήμη των νεκρών και στον πόνο των οικογενειών και των οικείων τους. Αξιοποιεί την τραγωδία για να αναμασήσει τις χειρότερες ιδεοληψίες και να συγκαλύψει την ευθύνη της κυβέρνησης τόσο για το έγκλημα των Τεμπών, όσο και για το ότι, έναν χρόνο μετά, τίποτα απολύτως δεν έχει αλλάξει, από όσα καθιστούσαν το δυστύχημα προδιαγεγραμμένο.
Και, επιπλέον, τολμά να κουνάει το δάχτυλο και να μιλάει για «κομματική εργαλειοποίηση» απέναντι σε όσους εκφέρουν δημόσιο λόγο. Όπως απέδειξε το τεράστιο ανθρώπινο ποτάμι που πλημμύρισε την Αθήνα και τις μεγάλες πόλεις της χώρας ένα χρόνο μετά την τραγωδία, δεν θα τους κάνουμε τη χάρη να μείνουμε σιωπηλοί. Αν κάτι επιτάσσει το αίμα των νεκρών που, όπως έγραψαν οι φοιτητές και οι φοιτήτριες στις πλάκες της πλατείας Συντάγματος, «ουρλιάζει για δικαίωση», είναι να μιλήσουμε και να αντισταθούμε. Να αντισταθούμε στη λυσσασμένη προσπάθεια για συγκάλυψη. Αλλά και να μιλήσουμε για τις αιτίες που πραγματικά οδήγησαν σε αυτό το έγκλημα. Για την ιδιωτικοποίηση των κρίσιμων υποδομών και την πολιτική πολλών δεκαετιών που είναι προσαρμοσμένη στα συμφέροντα των εθνικών εργολάβων. Για τη μανία με την οποία η κυβέρνηση, τα συμφέροντα που υποστηρίζει, η πλειοψηφία των ΜΜΕ, επιτίθεται σε κάθε τι δημόσιο, τόσο πρακτικά, όσο και ιδεολογικά, για να οικοδομήσει την απαξίωσή του και να το παραδώσει στο ιδιωτικό κεφάλαιο. Για την πολιτική που κατεδαφίζει δικαιώματα που (θα έπρεπε να) είναι αυτονόητα. Χθες ήταν η ασφάλεια των συγκοινωνιών, που έχει αποδειχθεί ότι μόνο η δημόσια ιδιοκτησία μπορεί να εγγυηθεί. Σήμερα είναι το δημόσιο σύστημα υγείας, η απαξίωση του οποίου ήδη οδηγεί σε μια συνθήκη που, όποιος δεν έχει χρήματα, θα μένει αβοήθητος. Αύριο θα είναι η δημόσια τριτοβάθμια παιδεία, όπου η επέλαση των ιδιωτικών funds θα οδηγήσει στη διεύρυνση της ανισότητας, αλλά και στην παραγωγή αποφοίτων με αμφίβολες δεξιότητες, σε κρίσιμους τομείς.
Ένα πάντως είναι βέβαιο. Κανείς μας πλέον δεν έχει το δικαίωμα να ισχυριστεί ότι δεν γνωρίζει την απόλυτη ανάγκη για συνολικότερη αλλαγή πολιτικής.
* Γραμματέας Λαϊκής Ενότητας – Ανυπότακτη Αριστερά