Toυ Αντώνη Συρίγου από την Κυριακάτικη Kontranews
Παρακολουθώντας κάποιος απροκατάληπτος πολίτης τις ειδήσεις, τα νέα τέλος πάντων, αυτό που θα διαπιστώσει είναι ότι μόνο νέα δεν είναι. Περισσότερο μοιάζουν με έθιμα.
Ενδεικτικά, οι φωτιές το καλοκαίρι, τις οποίες όλοι «σιχτιρίζουν», όλοι ψάχνουν τον ένοχο, αλλά ωστόσο το σκηνικό αυτό καλά κρατεί και πλέον κανείς δεν ασχολείται. Το συνηθίσαμε.
Το ίδιο ισχύει και με τις πλημμύρες τον χειμώνα.
Έτσι λοιπόν δεν υπάρχει θέρος χωρίς φωτιές και χειμών άνευ πλημμυρών.
Το ίδιο συμβαίνει και με μια σειρά σπουδαίων θεμάτων που αφορούν όλο το φάσμα της κοινωνικής και πολιτικής μας ζωής. Συνηθίσαμε τους …Τούρκους και τα γεωτρύπανά τους, τις υβριδικές τους εισβολές μέσω ..τρίτων με πολλά αθώα θύματα, συνηθίσαμε ακόμη τα «δεν ξεχνώ» για την Κύπρο αρκούμενοι σ΄ αυτήν τη φράση, συνηθίσαμε την οικονομική δυσπραγία όπως το χαλάζι και τα άλλα καιρικά φαινόμενα, συνηθίσαμε τις υποκλοπές που καλά κρατούν έχοντας δημιουργήσει παράδοση από τα τέλη του ογδόντα μέχρι σήμερα, συνηθίσαμε τα σκάνδαλα, τις άκαρπες εξεταστικές επιτροπές κ.α.
Πλέον όχι μόνον κανείς δεν εξανίσταται με όλα αυτά, αλλά τα θεωρεί ως συνάγεται …κανονικά. Έτσι τα νέα [haber], οι ειδήσεις τέλος πάντων, μοιάζουν με εμβόλια συνήθειας πού σιγά σιγά μας καθιστούν ανεκτικούς. Θα μπορούσε κάποιος να χαρακτηρίσει το φαινόμενο ως κοινωνικό μιθριδατισμό.
Το ίδιο συμβαίνει και με την πανδημία, η οποία αποτελεί ακόμη μεγάλο πειρασμό για όλους και κυρίως για τις κυβερνήσεις. Μια άλλη ονομασία του φαινομένου θα μπορούσε να είναι η λέξη «προσαρμογή» που ήταν από τις πρώτες στα πρωθυπουργικά διαγγέλματα της πανδημίας αλλά απ’ ότι φαίνεται δεν της έδωσε κανείς την πρέπουσα σημασία.
Εδώ βρίσκεται η ουσία του πράγματος και ο στόχος που επιδιώκουν πολλοί ηγέτες, δηλαδή η παραγωγή ενός «νέου»ανθρώπου μέσα από μια κατασκευασμένη έντεχνα πραγματικότητα και χωρίς να ρωτήσουν κανέναν.
Την προσαρμογή αυτή υποβοηθούν τα «παιδαγωγικά» realities και οι ατέρμονες συζητήσεις ειδικών, στους οποίους ανατίθεται η ανάλυση των ζητημάτων, ώστε να προσαρμοσθούμε σε μια κοινωνία επαιόντων, αφού οι υπόλοιποι δεν έχουν τις γνώσεις και άρα κακώς ανακατεύονται και ανοήτως ελέγχουν.
Οικονομολόγοι, διεθνολόγοι, στρατιωτικοί, ιατροί κ.α έχουν αναλάβει πολλές φορές ακουσίως και άνευ επιγνώσεως αυτό το έργο. Αν συνεχιστεί αυτή η κατάσταση, τότε σε μια χώρα που καταναλώνει το παρελθόν και δεν παράγει αλλά ανεπαισθήτως ζει στο παρόν, δεν θα υπάρχει μέλλον, ούτε για τους πολίτες, ούτε για την πόλη ούτε για την πολιτική.
Τότε η προσαρμογή που ξεκίνησε ως προσωρινή και με ορισμένη διάρκεια κατάσταση, θα λάβει μόνιμο χαρακτήρα και η δύναμη της συνήθειας θα λάβει τον χαρακτήρα πεπρωμένου για όλους μας, κατά συγγνωστήν ελπίζω, παράφραση της γνωστής όπερας του Verdi, la forza del destino.
Παρόλα αυτά, πιστεύω ότι υπάρχει διέξοδος αν ενεργοποιήσομε τις ιδιότητες που διακρίνουν τον πολίτη από τον υπήκοο.
Επιστροφή στη λογική και τον κριτικό έλεγχο, αφύπνιση ότι πιο καλού κρύβεται μέσα μας και κυρίως αυτοπεποίθηση και δημιουργική δράση μακριά από τις καθιερωμένες πια πορείες, τα σπασίματα και τα …βαρελότα πού μας κληρονόμησε ως συνήθεια και αυτά, το εγγύς παρελθόν.
Πρέπει να απαντήσομε στη βίαιη προσαρμογή με κάτι νέο, αυτό πρέπει να αναζητήσουμε όχι μόνο θεωρητικά, αλλά δουλεύοντας και παράγοντας σήμερα για να υπάρξει προοπτική για τις μελλοντικές γενιές.
Αλλιώς, θα παρακολουθούμε τα δρώμενα από μακριά και θα κρυφοκοιτάζομε από τη θελκτική κλειδαρότρυπα των ΜΜΕ τα ρεζιλίκια μας, είτε είναι αγύριστα κομματικά δάνεια, είτε υποκλοπές, είτε παντός είδους σκάνδαλα, εξ άλλου όπως λέει και ο Σαββόπουλος, «στα ρεζιλίκια μας τοκίζοντας κανείς δεν χάνει» και αυτό το γνωρίζουν καλά οι επιτήδειοι.
*Δικηγόρος