Όποιος ενδιαφέρεται πραγματικά για την διαχείριση του
προσφυγικού και του μεταναστευτικού με όρους ανθρωπισμού και
διαφύλαξης των στοιχειωδών υποχρεώσεων που έχει κάθε κράτος
προς τους κατατρεγμένους όλου του κόσμου, είναι ενάντιος σε
κάθε «προσωπική» απόφαση, εν πολλοίς υπαγορευμένη από τις
ανάγκες της δημοσιότητας.
Με άλλα λόγια, το θέμα δεν είναι μόνο ο Αντετοκούνμπο, αλλά και
όλα τα υπόλοιπα παιδιά που γεννήθηκαν εδώ, πήγαν σχολείο,
αισθάνονται Έλληνες και παραμένουν «αόρατοι», επειδή η
ελληνική Πολιτεία είναι «κολλημένη» στον 19 ο αιώνα και στο
«δίκαιο του αίματος», αντί του «δικαίου του εδάφους».
Επίσης, καλό και άγιο το ενδιαφέρον που επέδειξε ο
πρωθυπουργός –μετά την παρέμβαση Τσίπρα- για τον Σαϊντού
Καμαρά, ωστόσο το θέμα είναι τί γίνεται με τους υπόλοιπους
«Σαϊντού» αυτής της χώρας. Όλους εκείνους, δηλαδή, που
εξωπετάχτηκαν από τα σχολεία όταν η κυβέρνηση Μητσοτάκη
αφαίρεσε τον ΑΜΚΑ των προσφύγων και όλους εκείνους που
απελάθηκαν επειδή η ίδια κυβέρνηση κατήργησε ισχύουσες
διατάξεις και έκανε δυσκολότερη την διαδικασία παροχής άδειας
παραμονής ή, πολλώ δε μάλλον, ασύλου, για τους αιτούντες.
Με άλλα λόγια, το θέμα είναι να δούμε όλο το θεσμικό πλαίσιο που
«επιτρέπει» σε ανθρώπους όπως ο Σαϊντού Καμαρά να
απειλούνται με απέλαση επειδή χώρες όπως η Γουινέα
θεωρούνται… «ασφαλείς» -και, μάλιστα, αυτή η απέλαση να
λαμβάνει πολλές φορές χώρα όταν πλέον ο πρόσφυγας έχει
ενταχθεί πλήρως στην ελληνική κοινωνία και έχει μπει σε ρυθμούς
«κανονικότητας». Ακριβώς, δηλαδή, την ώρα που η διαδικασία
ένταξης έχει πετύχει, έρχεται το κράτος με ένα στρεβλό θεσμικό
πλαίσιο, αλλά και μία κυβέρνηση με ιδεοληψίες ούλτρα δεξιού
τύπου, να χύσει την καρδάρα με το γάλα και να πετάξει στον
κάλαθο των αχρήστων όλες τις θυσίες και τους κόπους αφενός του
ίδιου του πρόσφυγα να μάθει τη γλώσσα και να ενταχθεί στην
κοινωνία, αφετέρου των γύρω του (των δασκάλων, των γειτόνων,
των συμμαθητών και των όψιμων φίλων) να τον καλοδεχθούν και
να τον εντάξουν. Να τον κάνουν να αισθανθεί άνθρωπος, σε τελική
ανάλυση.