Η συμφωνία ανοίγει την οδό της ρευστότητας στην αγορά!
Η συμφωνία στο Eurogroup, ανοίγει τον δρόμο για την «αποπληρωμή των οφειλών του Δημοσίου προς τις επιχειρήσεις» και αυξάνει την ρευστότητα, «με την ένταξη των ελληνικών κρατικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλαρώσεως» της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τραπέζης (ΕΚΤ). Δύο ιδιαίτερα σημαντικές εξελίξεις, που αναμένεται να δώσουν μία νέα ώθηση στην ελληνική Οικονομία και να συντελέσουν στην επιστροφή της, σε αναπτυξιακή τροχιά.
Όπως τονίζουν αναλυτές της τράπεζας, το πρώτο «αναμένεται να τονώσει τη ρευστότητα στην ελληνική οικονομία αμβλύνοντας σημαντικά τις επιπτώσεις του υφεσιακού μείγματος δημοσιονομικής προσαρμογής καθιστώντας επιτεύξιμη την εαρινή πρόβλεψη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για ύφεση μόλις -0,3% κατά το τρέχον έτος. Σύμφωνα με την εμπειρία της περιόδου 2012- 2014, ο ρυθμός αναπτύξεως είναι ιδιαίτερα ευαίσθητος στην επιτάχυνση της αποπληρωμής των συσσωρευμένων ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων». Στην παρούσα φάση φαίνεται ότι ένα μέρος της προβλεπόμενης δόσεως (πρώτη εκταμίευση €7,5 δισ. τον Ιούνιο και δεύτερη εκταμίευση €2,8 δισ. το Φθινόπωρο) θα διοχετευθεί και προς αυτήν την κατεύθυνση.
Για την ποσοτική χαλάρωση, της ΕΚΤ, τονίζεται πως, «μπορεί να αποτελέσει ένα ισχυρό συμβολισμό προς τις διεθνείς αγορές υποβοηθώντας την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης και τη σταδιακή αποκλιμάκωση του κόστους δανεισμού του Ελληνικού Δημοσίου», κάτι που αποτελεί προθάλαμο για έξοδο στις διεθνείς αγορές.
Τα μέτρα, που συνοδεύουν την συμφωνία, θεωρούνται βοηθητικά, ως προς την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης, ώστε να ενισχυθεί μεσοπρόθεσμα η πραγματική οικονομία μέσω της αυξήσεως των επενδυτικών δαπανών προϋποθέτει την επιτάχυνση των διαρθρωτικών αλλαγών που προβλέπονται στη νέα συμφωνία.
Μέσα σε αυτά, «η έγκριση από το Κυβερνητικό Συμβούλιο Οικονομικής Πολιτικής του προγράμματος των 19 ιδιωτικοποιήσεων που περιλαμβάνει το πρόγραμμα αξιοποιήσεως των περιουσιακών στοιχείων του ΤΑΙΠΕΔ συνιστά ένα θετικό βήμα. Επιπλέον, το νέο θεσμικό πλαίσιο για τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων σε συνδυασμό με την προοπτική επανένταξης των ελληνικών κρατικών ομολόγων στις αποδεκτές από το Ευρωσύστημα εξασφαλίσεις και την εξάλειψη της πολιτικής αβεβαιότητας ώστε να ξεκινήσει η σταδιακή επιστροφή των καταθέσεων θα διευρύνουν τη δυνατότητα του τραπεζικού συστήματος να χρηματοδοτήσει την ελληνική οικονομία».
Στην ανάλυση της τράπεζας, τονίζεται πως, «η άρση των αβεβαιοτήτων με την ολοκλήρωση της πρώτης αξιολογήσεως είναι σημαντικός παράγοντας για την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων των επομένων ετών». Καίριας σημασίας, κρίνεται η νομοθέτηση του προληπτικού μηχανισμού διορθώσεως δημοσιονομικών αποκλίσεων, «καθώς ενισχύει την αξιοπιστία του Ελληνικού κράτους στις διεθνείς αγορές. Παρά ταύτα, η επίτευξη των στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα θα απαιτήσει σημαντική προσπάθεια, ειδικά το 2018».
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) στην έκθεσή του για τη βιωσιμότητα του ελληνικού δημοσίου χρέους, φαίνεται να αμφισβητεί τη δυνατότητα επιτεύξεως του στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ το 2018.
Αμφισβητεί την αποτελεσματικότητα της πολιτικής αυξήσεως των φορολογικών συντελεστών εκτιμώντας λιγότερα φορολογικά έσοδα, με δεδομένο ότι οι φορολογικές επιβαρύνσεις επεβλήθησαν σε μία στενή φορολογική βάση δημιουργούν ισχυρή πίεση για περαιτέρω συρρίκνωσή της εξαιτίας της ενισχύσεως των κινήτρων για φοροδιαφυγή ή μετανάστευση της επιχειρηματικής δραστηριότητας προς χώρες με μικρότερους φορολογικούς συντελεστές.
Επίσης, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Ταμείου, τα νοικοκυριά που εξαιρούνται από την αύξηση της φορολογίας, λόγω του αφορολογήτου ορίου, φτάνουν στο 50%, έναντι 9% στην Ευρωζώνη!
Τέλος, εκτιμάται ότι τα φορολογικά έσοδα θα μειώνονται ως ποσοστό στο ΑΕΠ λόγω μεταβολής της συνθέσεώς του και της εξαρτήσεως των εσόδων από την έμμεση φορολογία.
Η ανάπτυξη που προβλέπει το πρόγραμμα και η επίτευξη των στόχων, αναμένεται σύμφωνα με την Κομισιόν, από:
- την άνοδο των καθαρών εξαγωγών χάρη στο σχετικά αδύναμο ευρώ και τη μεγάλη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας σε όρους κόστους εργασίας
- την αύξηση των επενδύσεων μέσω της αποκαταστάσεως της εμπιστοσύνης στη χώρα και τη μείωση των πολιτικών κινδύνων. Αντίθετα, η ιδιωτική κατανάλωση αναμένεται να κινηθεί με πιο αργό ρυθμό.
Αυτό σημαίνει πως, τα φορολογικά έσοδα από την έμμεση φορολογία θα εξασθενήσουν ως ποσοστό στο ΑΕΠ.