Skip to content
Κυριακή, 27 Απριλίου 2025

Το παρακράτος και η διαπλοκή εκβιάζουν για να εκφοβίσουν τον Παπαγγελόπουλο και την κυβέρνηση

Πάει στη Βουλή να τους ξεμπροστιάσει όλους.

Ασύστολα ψεύδη στην αναφορά Εισαγγελέως η οποία προσπαθεί να βγάλει λάδι τον Βγενόπουλο.

Ολόκληρη η επιστολή Παπαγγελόπουλου που αποκαθιστά την αλήθεια.

Παγκόσμια πρωτοτυπία: Εισαγγελέας απειλεί εμμέσως υπουργό ότι τον κατέγραψε στην τηλεφωνική συνομιλία τους!!!

Ένα εκβιαστικό παρασκήνιο σε βάρος της κυβέρνησης και κυρίως του αναπληρωτή υπουργού Δικαιοσύνης Δημήτρη Παπαγγελόπουλου που είναι μπροστάρης στη μάχη κατά της διαπλοκής και της διαφθοράς, εκτυλίσσεται λυσσαλέα σε μια πρωτοφανή προσπάθεια να σωθεί το σάπιο πολιτικό, επιχειρηματικό και μιντιακό κατεστημένο. Δυστυχώς όπως είχε καταγράψει η εφημερίδας μας πριν από μέρες, «τα λαμόγια συνασπίζονται κατά του Παπαγγελόπουλου» και  αυτό επιβεβαιώθηκε αμέσως.

Οι λόγοι είναι προφανείς :

-Πρώτον για να μην εξοντωθεί το σύστημα διαπλοκής και διαφθοράς το οποίο έχει τεθεί στο στόχαστρο του Παγγελόπουλου. Όλα τα μεγαλολαμόγια που βρισκονται στις λίστες της φοροδιαφυγής , φίλοι και ομοτράπεζοι υπουργών. Το σάπιο κατεστημένο που βρυχάται πριν συνθλιβεί.

-Δεύτερον για να αποπροσανατολιστεί η κοινή γνώμη  από τις αποκαλύψεις μεγατόνων γνωστού δικηγόρου που έχει υποβάλλει μηνυτήρια αναφορά στον Αρειο Πάγο, η οποία οφείλει να καταλήξει στη Βουλή  και καταγγέλει έναν πρώην υπουργό Εξωτερικών και έναν πρώην υπουργό Δικαιοσύνης διότι φέρονται να παρενέβησαν  χωρίς να τους ζητηθεί σε ιδιωτική υπόθεση δικηγόρου της Αθήνας  υπέρ του Λιβυκού δημοσίου ώστε να επωφεληθούν. Συγκεκριμένα σύμφωνα με την μήνυση ζημίωσαν τον δικηγόρο κατά 15εκ ευρώ και το ελληνικό  δημόσιο με 8.000.000εκ. ευρώ με σκοπό να επωφεληθεί έλληνας εργολάβος που θα υποδείκνυε ο ένας υπουργός ώστε να κατασκευάσει έργο για το  λιβυκό δημόσιο . Ο δικηγόρος κατέθεσε μήνυση  κατά των δυο υπουργών οι οποίοι όπως αναφέρει ο ίδιος διέπραξαν ποινικά αδικήματα από κοινού και τον ζημίωσαν κατά 15.000.000ευρώ προς ίδιόν όφελος ή προς όφελος τρίτου!

Πρωτοτυπίες

Στην υπόθεση της εισαγγελέα Εφετών Τσατάνη η μακροσκελής απάντηση του Δημήτρη  Παπαγγελόπουλου αποκαλύπτει επίσης ένα σφοδρό παρασκήνιο που – φέρεται να- περιστρέφεται γύρω από την υπόθεση του προέδρου της MIG Ανδρέα Βγενόπουλου και την δικαστική “εμπλοκή του” στην υπόθεση της Λαϊκής Τράπεζας στην Κύπρο. Εισαγωγικά να επισημάνουμε δυο απόλυτες πρωτοτυπίες στην νεότερη ελληνική ιστορία:

-Πρώτη φορά διαβιβάζεται  στη Βουλή αναφορά σε βάρος αναπληρωτή υπουργού Δικαιοσύνης με έμμεσες αναφορές σε προσπάθεια “απειλής” εισαγγελέα.

-Πρώτη φορά σε αναφορά εισαγγελέα αφήνονται υπαινιγμοί πως για τις προαναφερόμενες – κατα την ίδια – απειλές “υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία”. Αναφέρει δηλαδή “εις το σημείο τούτο σας αναφέρω ότι δια τις προαναφερθείσες επικοινωνίες του κ. αναπληρωτή υπουργού υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία”. Εν ολίγοις εισαγγελέας κατέγραφε συνομιλία με υπουργό;

Τι αφορά η υπόθεση

Για να κωδικοποιήσουμε την υπόθεση:

-Σε βάρος του Ανδρέα Βγενόπουλου η εισαγγελία Διαφθοράς υπό τη κα Ελένη Ραικου διενεργούσε προκαταρκτική εξέταση για την υπόθεση της Λαϊκής Τράπεζας Κύπρου.

-Ενω η έρευνα βρισκόταν σε προχωρημένο στάδιο (π.χ υπάρχουν δημοσιεύματα της εποχής ότι βρισκόταν στο στάδιο της απαγγελίας κατηγοριών) η δικογραφία αφαιρέθηκε από την εισαγγελία κατα της Διαφθοράς και την ανέλαβε η εισαγγελέας Εφετών Γεωργία Τσατάνη , με το αιτιολογικό ότι χειριζόταν σχετική δικογραφία.

-Ακολούθησε μπαράζ δημοσιευμάτων που αναφέρονταν σε λανθασμένη ενέργεια διότι αρμόδια κατά νόμον για τέτοιας μορφής έρευνες είναι η εισαγγελία Διαφθοράς, άλλωστε- ανέφεραν- η δικογραφία που χειρίζονταν οι εισαγγελείς διαφθοράς ήταν παλαιότερη από αυτή που χειριζόταν  η κα Τσατάνη.

-Στις 27 Νοεμβρίου 2015 στη Βουλή ο αναπληρωτής υπουργός Δικαιοσύνης Δημήτρης  Παπαγγελόπουλος ανέφερε πως “δεν θα δεχτεί προσπάθειες δικαστικών πραξικοπημάτων”.

-Σε όλα αυτά, θα πρέπει να συνυπολογίσουμε πως στο εσωτερικό της Δικαιοσύνης, από την αρχή της ανάληψης της εξουσίας από τον ΣΥΡΙΖΑ, σοβεί ένας πόλεμος κυριαρχίας με δυο στρατόπεδα να δίνουν μια μάχη επιβίωσης και τελικής  κυριαρχίας. Όπως το είχε περιγράψει μάλιστα δημόσια ο κ. Παπαγγελόπουλος σε τοποθέτηση του ενώπιον ακροατηρίου εισαγγελέων “πρέπει όλοι να καταλάβουν ότι το παλιό πέθανε”.

Τι καταγγέλλει η κα Τσατάνη

Τα προαναφερόμενα έγιναν υπό το φως του ήλιου, κοινώς σε δημόσια θέα.

Στο παρασκήνιο τώρα:

-Η κα Τσατάνη ισχυρίζεται με την αναφορά της πως όταν άκουσε τις δηλώσεις  Παπαγγελόπουλου περί “πραξικοπημάτων” του τηλεφώνησε η ίδια και του ζήτησε ραντεβού να τον δεί. Πηγε στο υπουργείο Δικαιοσύνης στα μέσα Νοεμβρίου 2015 “για να λυθούν τυχόν παρανοήσεις”. Υποστηρίζει δε πως εκεί ο υπουργός της είπε ότι κατά τη γνώμη του κακώς αφαίρεσε  τη δικογραφία  ενώ βρισκόταν σε στάδιο απαγγελίας διώξεων από την εισαγγελία Διαφθοράς. Η εισαγγελέας λέει πως εξέφρασε την απορία της πως γνώριζε ο υπουργός ότι θα απαγγέλλοντας κατηγορίες αφού η έρευνα είναι κατά νόμον μυστική. Ακολούθως περιγράφει τηλεφωνική επικοινωνία εκ μέρους του υπουργού όπου φέρεται να την παροτρύνει εκ νέου να επιστρέψει τη δικογραφία και πως χρησιμοποίησε τη φράση “ότι έχω στα χέρια μου… ένα απόστημα που θα σκάσει σε βάρος μου… και για να κάνω Χριστούγεννα με την οικογένειά μου. Κατόπιν των ανωτέρω και με την απαιτούμενη ψυχραιμία του ανέφερα ότι είμαι αφοσιωμένη στο έργο μου”.

-Στις 22 Φεβρουαρίου , όπως αναφέρει , μια ημέρα πριν την ανακοίνωση πως η υπόθεση Βγενόπουλου τίθεται στο αρχείο , υπέβαλλε σχετική αναφορά στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου. Αναφέρει δε πως δε το έκανε νωρίτερα, όπως θα περίμενε κανείς, διότι ήθελε να ολοκληρώσει πρώτα την έρευνα κατά Βγενόπουλου.

-Αμέσως μετά ο κ. Βγενόπουλος με δημόσιες δηλώσεις του προέβη σε σειρά καταγγελιών για προσπάθειά ενοχοποίησης του , μεταξύ άλλων και από τον κ. Παπαγγελόπουλο.

-Την πρώτη Μαρτίου η πρόεδρος του Αρείου Πάγου Βασιλική Θάνου διέταξε πειθαρχική έρευνα σε βάρος της κας Τςατάνη σχετικά με την αφαίρεση της δικογραφίας σε βάρος του κα Βγενόπουλου. Είχαν προηγηθεί αναφορές των Κυπριακών αρχών, δηλαδή του Κύπριου γενικού εισαγγελέα και του Κύπριου υπουργού Δικαιοσύνης που – όπως αποκαλύπτεται από σχετική επιστολή προς τη Βουλή του κου Παπαγγελόπουλου αναφέρουν επί λέξει: “Τέλος

πρέπει να επισημάνω και ορισμένες αξιοπερίεργες συμπτώσεις στην υπόθεση αυτή. Συγκεκριμένα στην από 24-2-2016 επιστολή του προς εμένα ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης της Κυπριακής Δημοκρατίας μεταξύ άλλων αναφέρει χαρακτηριστικά:

«Σύμφωνα με την προαναφερθείσα χθεσινή ανακοίνωση του κ. Βγενόπουλου, την Δευτέρα 22 Φεβρουαρίου 2016, η κα Τσατάνη περάτωσε την Προκαταρκτική Εξέταση, την οποία διεξήγαγε και με σχετική Διάταξη της υπό στοιχεία 1/22-2-2016, αποφάνθηκε ότι δεν προέκυψαν οποιεσδήποτε ενδείξεις περί διάπραξης αδικημάτων και ότι η όλη υπόθεση τέθηκε στο αρχείο. Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι «εκ συμπτώσεως», κατά την ίδια

ημερομηνία ο κ. Βγενόπουλος, ως είχε προκαθοριστεί, εμφανίστηκε ενώπιον της 10ης Ανακριτρίας κας Μ. Ευαγγέλου για ανάκριση, αρνούμενος και πάλι να ανακριθεί. Επικαλέστηκε δε, όπως πληροφορούμαι από τις Κυπριακές ανακριτικές Αρχές, τη Διάταξη της κας Τσατάνη, η οποία φαίνεται να μην είχε μέχρι εκείνη την ώρα εκδοθεί. Απ’ ό,τι πληροφορούμαι επιστολή με το ίδιο περιεχόμενο έχει σταλεί από το Γενικό Εισαγγελέα της Κυπριακής Δημοκρατίας στην κα Πρόεδρο του Αρείου Πάγου”.

Τι απαντά ο κος Παπαγγελόπουλος

Με τη φράση “η διαπλοκή ψυχορραγεί και παραληρεί. Λίγο πριν το τέλος του παιχνιδιού για αυτήν παίζει τα ρέστα της”, ξεκινά την απάντηση του ο Δημήτρης Παπαγγελόπουλος.

Πληροφορίες αναφέρουν  πως από κυβερνητικής πλευράς η υπόθεση που αποκαλύφθηκε από την εφημερίδα το ΒΗΜΑ, συσχετίζεται με τον πόλεμο ΔΟΛ-κυβέρνησης  ενώ φέρεται ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας να είναι εξ αρχής ενήμερος. Άλλες πληροφορίες από κυβερνητικές πηγές εμφανίζουν την όλη υπόθεση ως προσπάθεια αντιπερισπασμού και για μήνυση που εχει υποβληθεί στον Άρειο Πάγο κατά πρώην υπουργού της ΝΔ για προσπάθεια εκβιαστικής απόσπασης χρημάτων. Στην επιςτολή -απάντηση του κου Παπαγγελόπουλου προς τον πρόεδρο της Βουλής Νίκο Βούτση για τις συναντήσεις του με την κα Τσατάνη συνοπτικά αναφέρει:

-Πως η συνάντηση έγινε στο υπουργείο Δικαιοσύνης μετά αίτημα της κας Τσατάνη , η όποια του ζήτησε να τον δει εκτός γραφείου, αλλά εκείνος δεν δέχτηκε παρα μόνον στον δημόσιο χώρο του γραφείου του.

-Ότι η συνάντηση έγινε σε ανύποπτο χρόνο και όχι όπως αναφέρει η κα Τσατάνη μετά τις δηλώσεις του περί “τυχόν πραξικοπημάτων”. Πράγματι οι δηλώσεις αυτές έγιναν 27 Νοεμβρίου 2015 και τόσο η  συνάντηση όσο και η συνομιλία εγιναν στα μέσα και στις 22 Νοεμβρίου, όπως αναφέρει η ίδια η εισαγγελέας.

-Πως το ερώτημα με ποιό τρόπο γνώριζε ότι η δικογραφία κατά Βγενόπουλου όταν αφαιρέθηκε από την εισαγγελία Διαφθοράς ήταν στο στάδιο διώξεων, είναι άτοπο αφού αυτο είχε δημοσιευθεί κατά κόρον στον Τύπο της εποχής  καιρό πριν (π.χ δημοσιεύματα ηλεκτρονικού Τύπου και εφημερίδας Δημοκρατίας στις αρχές Σεπτεμβρίου)

-Ότι ουδέποτε κινήθηκε πειθαρχική διαδικασία σε βάρος της για την αφαίρεση της δικογραφίας παρά μόνο προ ολίγων ημερών και μετά από σχετικές αναφορές που υπέβαλλαν επισήμως οι Κυπριακές αρχές ασφαλείας.

-Πως της αναφέρθηκε πράγματι ότι κατά το παρελθόν κακώς δεν απείχε όπως ορίζει ο νόμος  από υποθέσεις με πολιτική χροιά (Βατοπέδι και υπόθεση των εξοπλιστικών SONAC) καθώς ο σύζυγος της και η κόρη της ήταν υποψήφιοι βουλευτές με την ΝΔ. Αναφέρει δε ευθέως πως στην μεταξύ τους συζήτηση  αναφέρθηκαν προσωπικά  ζητήματα της ιδίας ως παράκληση προς τον υπουργό τα οποία , αν αναγκαστεί, θα αναφέρει , κάτι που δεν επιθυμεί να κάνει.

-Επίσης κάνει αναφορά στην επίκληση της εισαγγελέα για ύπαρξη στοιχείων των συνομιλιών, αναφέροντας πως δεν διευκρινίζει “αν έχει τόσο καλή μνήμη ή ηχογραφούσε τις συνομιλίες κατά παραβίαση του νόμου”.

Ολόκληρη η  επιστολή Παπαγγελόπουλου έχει ως εξής:

«Προς

Τον κ. Πρόεδρο της Βουλής των Ελλήνων Αθήνα. 02/03/2016

Κύριε Πρόεδρε,

Θα ήθελα να σας ενημερώσω προκειμένου στη συνέχεια να ενημερωθούν και οι κ.κ. βουλευτές της Βουλής των Ελλήνων για τα ακόλουθα:

Η Εισαγγελέας Εφετών Αθηνών κα Γεωργία Τσατάνη υπέβαλε στην κα Εισαγγελέα του Α.Π. τη με αριθμό πρωτ. ΕΠ 43/22-2-2016 αναφορά της στην οποία μεταξύ άλλων αναφέρει, ότι με δική της πρωτοβουλία με επισκέφθηκε στο γραφείο μου στα μέσα Νοεμβρίου, για να μου εξηγήσει και να λυθούν οι τυχόν παρανοήσεις μετά τις διαρκείς δημοσιογραφικές επιθέσεις εις βάρος της. Οι επιθέσεις αυτές είχαν κατά την αναφορά της κας Τσατάνη μεταφερθεί στη Βουλή με ερώτηση βουλευτών και με τις δηλώσεις μου ότι η κυβέρνηση δεν πρόκειται να ανεχθεί δικαστικά πραξικοπήματα. Στη συνέχεια η Εισαγγελέας Εφετών αναφέρει, ότι πιεστικά της ζήτησα να επιστρέφει τη δικογραφία κατά του Ανδρέα Βγενόπουλου που αφαίρεσε από την Εισαγγελέα κατά της Διαφθοράς για να τη συσχετίσει με άλλη δικογραφία που χειριζόταν η ίδια Επίσης αναφέρει, ότι την 22-11-2015 περίπου μία εβδομάδα μετά τη συνάντησή μας, τής τηλεφώνησα και «σε συμβουλευτικό, δήθεν, ύφος» της συνέστησα να επιστρέψει την ανωτέρω δικογραφία που χειρίζεται στην Εισαγγελέα Εγκλημάτων  Διαφθοράς, γιατί σε διαφορετική περίπτωση θα ξεσπάσει άγριος πόλεμος κ.λ.π. Τέλος η Εισαγγελέας Εφετών ισχυρίζεται ότι «δεν προέβη εις άμεση υποβολή» της αναφοράς της προκειμένου να μη θεωρηθεί ότι ζητούσε να απεκδυθεί την ευθύνη χειρισμού της υπόθεσης, αλλά την υπέβαλε μόλις αρχειοθέτησε την υπόθεση, χωρίς να ενδώσει σεοποιαδήποτε άμεση ή έμμεση απειλή.

Στα όσα αναφέρει η Εισαγγελέας Εφετών θα πρέπει να ληφθούν υπόψη και τα εξής πραγματικά περιστατικά:

Η κα Γεωργία Τσατάνη. πράγματι μου τηλεφώνησε και ζήτησε να συναντηθούμε και μάλιστα μου πρότεινε να την επισκεφθώ στο γραφείο της, απογευματινές ή βραδινές ώρες, ή να συναντηθούμε κάπου αλλού και να μην έρθει αυτή στο γραφείο μου γιατί δεν ήθελε να γίνει γνωστή η συνάντησή μας. Ευγενικά της απάντησα ότι οι όποιες συναντήσεις μου με δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς, ως εκ της θέσεώς μου, αρμοδίως και θεσμικά λαμβάνουν χώρα στο γραφείο μου. Παρ’ ότι επέμεινε στην αρχική πρότασή της τελικά με επισκέφθηκε στο γραφείο μου στο Υπουργείο Δικαιοσύνης.

Στην αρχή της συνομιλίας μας μού ανέφερε ότι δεν γνωριζόμαστε, αλλά οι εισαγγελείς που με γνώριζαν την είχαν διαβεβαιώσει για την καλοσύνη μου και τη συναδελφική αλληλεγγύη που είχα επιδείξει στους συναδέλφους Εισαγγελείς πριν συνταξιοδοτηθώ. Γι’ αυτό πήρε την πρωτοβουλία να με συναντήσει γιατί ήθελε τη βοήθειά μου και τις συμβουλές μου. Μου είπε επίσης ότι με βλέπει ως παλιό συνάδελφο και όχι ως Υπουργό και μου ζήτησε να την αντιμετωπίσω και εγώ το ίδιο. Την ευχαρίστησα για τα καλά της λόγια, τη διαβεβαίωσα ότι και εγώ τη θεωρώ συνάδελφο και συμφωνήσαμε μάλιστα να ξεχάσουμε την υπουργική μου ιδιότητα και να μιλάμε στον ενικό. Στη συνέχεια σχεδόν κλαίγοντας ζήτησε τη βοήθειά μου γιατί μερίδα του Τύπου της καταλόγιζε, ότι αφαίρεσε παράτυπα δικογραφία κατά του Ανδρέα Βγενόπουλου από την Εισαγγελία κατά της Διαφθοράς λίγο πριν ασκηθεί ποινική δίωξη, δήθεν για να τη συσχετίσει με άλλη δικογραφία, με πραγματικό σκοπό να αποτρέψει την άσκηση ποινικής δίωξης.

Επίσης δημοσιεύματα στον Τύπο της απέδιδαν, ότι χειρίσθηκε δικογραφίες που αφορούσαν στελέχη της Νέας Δημοκρατίας και μολονότι, ο σύζυγος και η κόρη της ήταν υποψήφιοι βουλευτές της Ν.Δ. δεν δήλωσε αποχή όπως ορίζεται στα σχετικά άρθρα του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Μου ζήτησε να λυπηθώ την κόρη της που αναφερόταν στα δημοσιεύματα του Τύπου και είχε στοχοποιηθεί, επικαλέσθηκε την αγάπη που και εγώ έχω στα παιδιά μου και μάλιστα μου έδειξε φωτογραφία της κόρης της σε δίπτυχη κάρτα που μάλιστα την άφησε και παραμένει στο γραφείο μου. Επιπλέον μου ανέφερε ότι φοβάται μήπως της ασκηθεί πειθαρχική δίωξη, διότι αυτό θα εμπόδιζε την προαγωγή της, την οποία ανέμενε σε λίγους μήνες.

Της απάντησα ότι αντιλαμβάνομαι τη δύσκολη θέση της. ότι θα τη βοηθήσω όσο μπορώ, πρόθεση που επανειλημμένως έχω εκφράσει δημοσίως για όλους τους εισαγγελικούς και δικαστικούς λειτουργούς και ότι δεν επιθυμώ η θητεία μου, ως υπουργού, να συνδεθεί με πειθαρχική δίωξη εναντίον πρώην συναδέλφου μου. Της συνέστησα όμως να είναι προσεκτική στο μέλλον, διότι η νομική μου άποψη ήταν. ότι και την δικογραφία δεν έπρεπε να ζητήσει από την Εισαγγελία κατά της Διαφθοράς και έπρεπε να έχει κάνει δηλώσεις αποχής για υποθέσεις που είχαν σχέση με στελέχη της Νέας Δημοκρατίας.

Πράγματι δε, της επεσήμανα ότι η νομική μου άποψη ήταν να επιστρέψει τη δικογραφία στην Εισαγγελέα κατά της Διαφθοράς ως μόνη αρμόδια σύμφωνα με τις διατάξεις των Ν. 4022/2011 και 4139/2013 και τη σχετική εγκύκλιο του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Συνεπώς η εκφορά της νομικής μου άποψης απευθυνόμενος στην κα Τσατάνη, κατά την επιδιωχθείσα από την ίδια συνάντησή μας, για την αποκλειστική αρμοδιότητα για την έρευνα της υπόθεσης από την Εισαγγελέα κατά της Διαφθοράς και συνεπώς την αναγκαιότητα, συμφωνά με το νόμο, της επιστροφής της δικογραφίας στην αρμόδια Εισαγγελέα, δεν υποκρύπτει την παραμικρή υπόνοια παρέμβασής μου ή επηρεασμού της δικανικής της άποψης. Επισημαίνω δε ότι απέφυγα οποιαδήποτε συζήτηση για την ουσία της υπόθεσης και δεν διατύπωσα άποψη για την άσκηση ή μη ποινικής δίωξης ή αρχειοθέτηση της δικογραφίας.

Συζήτηση έγινε και για τις δηλώσεις αποχής, που επίσης κατά τη νομική μου άποψη, έπρεπε να είχε υποβάλει, αλλά επειδή πρόκειται για ιδιωτική συνομιλία και μάλιστα μετά από παράκληση της συνομιλήτριάς μου να τη βοηθήσω, οι αρχές μου και ο χαρακτήρας μου δεν μου επιτρέπουν να αποκαλύψω το πλήρες περιεχόμενό της προς το παρόν και θα αναφερθώ στο μέλλον αν απαιτηθεί. Στο τέλος η κα Τσατάνη μού είπε ότι θα σκεφθεί όσα συζητήσαμε και ζήτησε να ξαναμιλήσουμε και τώρα που γνωρισθήκαμε να κρατήσουμε επαφή.

Πράγματι μετά από λίγες ημέρες της τηλεφώνησα και εκείνη επικαλούμενη ότι ήταν καθ’ οδόν προς την οικία της, όπως αναφέρει και στην αναφορά της, μού τηλεφώνησε η ίδια σε λίγα λεπτά, οπότε και της επανέλαβα τα ίδια που της είχα πει στο γραφείο μου και εκείνη μου είπε και πάλι ότι θα σκεφθεί τι θα πράξει. Πρέπει να επισημανθεί ότι η κα Τσατάνη ισχυρίζεται στην αναφορά της ότι έχει αποδεικτικά στοιχεία για τις τηλεφωνικές επικοινωνίες μας. Δεν διευκρινίζει όμως εάν έχει κρατήσει τις εκατέρωθεν κλήσεις ή έχει μαγνητοφωνήσει την ιδιωτική μας συνομιλία κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 370Α Π.Κ. Πάντως η αναγραφή δήθεν φράσεών μου στο κείμενο της αναφοράς της εντός

εισαγωγικών και με χρήση αποσιωπητικών, υπό μορφή απομαγνητοφωνημένου κειμένου, και μάλιστα 3 μήνες μετά τη συνομιλία μας. οδηγεί ευθέως στο συμπέρασμα ότι η Εισαγγελίας Εφετών διαθέτει πολύ δυνατή μνήμη. Στο σημείο αυτό θέλω να διευκρινίσω ότι με μεγάλη λύπη αναφέρομαι σε όσα συζητήσαμε ιδιωτικά με την κα Τσατάνη και εξ αυτού του λόγου περιορίζομαι να απαντήσω αποκλειστικά και μόνο σε όσα αποκάλυψε η ίδια. Επίσης πρέπει να ληφθεί  υπόψη ότι ουδέποτε αναφέρθηκα στο πρόσωπο της κας Τσατάνη δημοσίως ή ιδιωτικώς, ουδέποτε δήλωσα ή υπονόησα ότι συμμετέχει σε δικαστικά πραξικοπήματα και αγνοώ για ποιο λόγο θεώρησε ότι τα δικαστικά πραξικοπήματα την αφορούν προσωπικά.

Είναι κατ’ αρχάς γνωστό ότι εγώ για πρώτη φορά αναφέρθηκα σε επαπειλούμενα δικαστικά πραξικοπήματα την 27-11-2015, σε ομιλία μου στη Βουλή των Ελλήνων. Είναι επομένως εντελώς ανυπόστατος ο ισχυρισμός της Εισαγγελέως ότι στα μέσα Νοεμβρίου ζήτησε να συναντηθούμε για να της εξηγήσω και να λυθούν οι τυχόν παρεξηγήσεις για δηλώσεις που δεν είχα ακόμη κάνει και όταν τις έκανα, όπως προαναφέρω, δεν αφορούσαν την κα Τσατάνη.

Μετά τη συνάντησή μου με την Εισαγγελέα Εφετών μεσολάβησε η αρχειοθέτηση της υπόθεσης Βγενόπουλου και η συνέντευξή του, όπου εκφράσθηκε με επαινετικούς χαρακτηρισμούς για την κα Τσατάνη. Είναι σαφές ότι η Εισαγγελέας Εφετών παραδέχεται μεν ότι η ίδια αιτήθηκε τη συνάντησή μας, αλλά αισθάνεται αμήχανα ως προς τα προφανή κίνητρά της, δηλαδή, μεταξύ άλλων, την αποφυγή πειθαρχικού ελέγχου για τις υπηρεσιακές της ενέργειες. Η αμηχανία αυτή την αναγκάζει να επινοεί αιτιολόγηση της πρωτοβουλίας της για τη συνάντησή μας που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και καταρρίπτεται από την κοινή λογική. Δεν θέλω να πιστέψω ότι υπάρχουν άλλα κίνητρα.

Επιπλέον πρέπει να σημειωθεί ότι για την αφαίρεση της δικογραφίας από την Εισαγγελία κατά της Διαφθοράς λίγο πριν την άσκηση της δίωξης είχαν υπάρξει δημοσιεύματα, προγενέστερα της συνάντησής μας, και επομένως δεν είχα ενημερωθεί από την κα Ράικου, όπως υπονοεί η κα Τσατάνη, ούτε είχε παραβιασθεί το απόρρητο και η μυστικότητα της προκαταρκτικής εξέτασης. Η Εισαγγελέας Εφετών ουδέποτε με κατηγόρησε για «απόπειρα παραβίασης του απορρήτου» κατά τη συνάντησή μας, ενόσω δηλαδή καταπτοημένη και μεταξύ συναισθηματικών εξάρσεων ζητούσε τη βοήθειά μου. η δε σχετική περικοπή της αναφοράς της δεν είναι αληθής. Αποδεικνύει δε πλήρως την έλλειψη ενδιαφέροντος από την πλευρά μου και την μη περαιτέρω ενασχόλησή μου με την υπόθεση το γεγονός ότι η ίδιααιτήθηκε τη συνάντησή μας, η ίδια αναφέρθηκε στην υπόθεση και μου ζήτησε ττις συμβουλές μου, ενώ εγώ κατά τα λεγόμενα της ίδιας της κας Τσατάνη δεν ζήτησα καμιά πληροφορία για την ουσία της υπόθεσης και δεν υπέδειξα την άσκηση ή μη ποινικής δίωξης. Επίσης πρέπει να σημειωθεί ότι δεν κινήθηκε εις βάρος της κας Τσατάνη καμιά πειθαρχική διαδικασία παρά εκφρασμένους από την ίδια κατά τη συνάντησή μας φόβους και δεν επεδίωξα μέχρι σήμερα καμιά περαιτέρω επικοινωνία μαζί της.

Αξιοσημείωτο επίσης είναι, ότι η κα Τσατάνη στην αναφορά της ισχυρίζεται, ότι καθυστέρησε την υποβολή της για να μη θεωρηθεί, ότι ζητούσε να απεκδυθεί την ευθύνη χειρισμού της δικογραφίας. Είναι επομένως προφανής τόσο η επιμέλεια όσο και το ενδιαφέρον της να ολοκληρώσει η ίδια την προκαταρκτική έρευνα.

Είμαι βαθύτατα απογοητευμένος από τη συμπεριφορά της κας Τσατάνη και λυπάμαι ειλικρινά γιατί με ανάγκασε κατά παράβαση των αρχών μου να αποκαλύψω λίγες πτυχές από την ιδιωτική συζήτηση που είχα μαζί της, μετά από δικό της αίτημα, προκειμένου να τη βοηθήσω και να τη συμβουλεύσω. Εύχομαι ολόψυχα να μην αναγκασθώ να αποκαλύψω όλη τη συζήτησή μας.

Τέλος πρέπει να επισημάνω και ορισμένες αξιοπερίεργες συμπτώσεις στην υπόθεση αυτή. Συγκεκριμένα στην από 24-2-2016 επιστολή του προς εμένα ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης της Κυπριακής Δημοκρατίας μεταξύ άλλων αναφέρει χαρακτηριστικά:

«Σύμφωνα με την προαναφερθείσα χθεσινή ανακοίνωση του κ. Βγενόπουλου, την Δευτέρα 22 Φεβρουαρίου 2016, η κα Τσατάνη περάτωσε την Προκαταρκτική Εξέταση, την οποία διεξήγαγε και με σχετική Διάταξη της υπό στοιχεία 1/22-2-2016, αποφάνθηκε ότι δεν προέκυψαν οποιεσδήποτε ενδείξεις περί διάπραξης αδικημάτων και ότι η όλη υπόθεση τέθηκε στο αρχείο. Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι «εκ συμπτώσεως», κατά την ίδια ημερομηνία ο κ. Βγενόπουλος, ως είχε προκαθοριστεί, εμφανίστηκε ενώπιον της 10ης Ανακριτρίας κας Μ. Ευαγγέλου για ανάκριση, αρνούμενος και πάλι να ανακριθεί. Επικαλέστηκε δε, όπως πληροφορούμαι από τις Κυπριακές ανακριτικές Αρχές, τη Διάταξη της κας Τσατάνη, η οποία φαίνεται να μην είχε μέχρι εκείνη την ώρα εκδοθεί.

Απ’ ό,τι πληροφορούμαι επιστολή με το ίδιο περιεχόμενο έχει σταλεί από το Γενικό Εισαγγελέα της Κυπριακής Δημοκρατίας στην κα Πρόεδρο του Αρείου Πάγου.

Την ημέρα που έδωσε συνέντευξη ο Ανδρέας Βγενόπουλος εξυμνώντας την κα Τσατάνη και κατηγορώντας εμένα με ανακριβή στοιχεία και αβάσιμους συνειρμούς και εικασίες, διαβιβάσθηκε συμπτωματικά στον Υπουργό Δικαιοσύνης η αναφορά της κας Τσατάνη από την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου.

Με την παρούσα επιστολή μου αναφέρομαι μόνο στα πραγματικά γεγονότα και δεν ασχολούμαι καθόλου με το νομικό μέρος της αναφοράς σε βάρος μου. Οσο είναι ηθικά ανεπίτρεπτη η αποκάλυψη και η προσπάθεια ποινικοποίησης μιας ιδιωτικής συνομιλίας που έγινε με πρωτοβουλία της κας Τσατάνη, προκειμένου να ζητήσει βοήθεια και συμβουλές, άλλο τόσο είναι και νομικά αβάσιμη, εφ’ όσον δεν προκύπτει η ελαχίστη αναφορά για δήθεν παρέμβασή μου ως προς την ουσία της υπόθεσης και την άσκηση ή μη ποινικής δίωξης ή την αρχειοθέτηση της δικογραφίας. Δυστυχώς η πείρα μου και οι νομικές μου γνώσεις μού επιτρέπουν να έχω σχηματίσει ασφαλή εκτίμηση και κρίση για τα κίνητρα και τους σκοπούς της κας Τσατάνη.

Είμαι βέβαιος ότι κάθε νοήμων άνθρωπος μπορεί να βγάλει τα συμπεράσματά του.

Με τιμή,

Δημήτρης Παπαγγελόπουλος

Αναπληρωτής Υπουργός Δικαιοσύνης, Διαφάνειας & Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων».

Δείτε επίσης

Τελευταία Άρθρα

Τα πιο Δημοφιλή