ΟργανΩθηκε σαν μια συζήτηση με νομικό περιεχόμενο, απευθυνόμενη κατά κύριο λόγο σε νομικούς και με προσδοκώμενη λειτουργία στον ιδιαίτερο αυτό κόσμο – γεμάτο από αντικατοπτρισμούς και είδωλα – που αποτελεί η νομική πραγματικότητα. Ο τίτλος, άλλωστε, “Κρίση και Ανθεκτικότητα του Συντάγματος” καθώς και ο τόπος διοργάνωσης – η μεγάλη αίθουσα του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών – και το κοινό, με παράξενα μεγάλη παρουσία νέων στον άβολο εξώστη, αυτό μαρτυρούσαν.
Εξελίχθηκε σε μια πολύ πιο ουσιαστική τομή ανακάλυψης της πολιτικής, κι ακόμη βαθύτερα κοινωνικής αλλαγής που έχει ήδη φέρει η κρίση που ξεκίνησε (ακριβέστερα: αποκαλύφθηκε) το 2010 – κι ακόμη δεν διαφαίνεται κάτι σαν τέλος της.
Το θέμα ήταν – ας μας επιτραπεί η κάπως μελοδραματική διατύπωση – τι έχει απομείνει απο την συνταγματική έννομη τάξη της Ελλάδας μετά το πέρασμα-οδοστρωτήρα της κρίσης, των νομικών επενεργειών των μέτρων που νομοθετήθηκαν – όπως νομοθετήθηκαν – και της εφαρμογής τους στην πράξη. Είναι ενδιαφέρον να σημειώσει κανείς ότι “αυστηρόί” νομικοί όπως η Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας Κατερίνα Σακελλαροπουλου, ο βετεράνος του Συνταγματικού Δικαίου Αντώνης Μανιτάκης (ο οποίος “τιμωρήθηκε” και με υπουργικές ευθύνες στην Κυβέρνηση κρίσης ΝΔ/ΠΑΣΟΚ/ΔΗΜΑΡ), ή πάλι ο πάντα με κοινωνιολογική ροπή επίσης συνταγματολόγος Γιάννης Δρόσος, κάνοντας την βουτιά στο νομικό αυτό υλικό, “μίλησαν” κατ’ ουσίαν πολιτικά. Ήδη, η σύνοψη της νομολογίας του ΣτΕ σε σειρά απο ζητήματα εισαγωγής του μνημονιακού υλικού στην Ελληνική πραγματικότητα – όλοι έχουμε ζήσει την κρίση του Συμβουλίου επί του ΕΕΤΗΔΕ/χαρατσιού Βενιζέλου με διάσωση του εν λόγω μέτρου στο όριο. επί των μισθολογικών και συνταξιοδοτικών μειώσεων των δικαστικών, των ενστόλων, των πανεπιστημιακών, των γιατρών του ΕΣΥ (και, μη-σύμμετρα, επι της ευρύτερης κοινωνικής μάζας/vulgum pecus) με εργαλείο την έννοια της “αξιοπρεπούς διαβίωσης”. επί των ιδιωτικοποιήσεων και της αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας. επί των κινήσεων σπασμωδικής αναδιοργάνωσης του Δημοσίου – λειτούργησε αποκαλυπτικά, πώς;
Δείχνοντας την απεγνωσμένη προσπάθεια να τηρηθεί μια αίσθηση διαδικαστικού (με εσπευσμένες κοινοβουλευτικές διαδικασίες, με τις διαβόητες ΠΝΠ) και ουσιαστικού (με εργαλείο την έννοια του “δημοσίου συμφέροντος”) σεβασμού των συνταγματικών πλαισίων. Δηλαδή να προσαρμοστεί στην νέα, καταιγιστική πραγματικότητα το βαρύ και (σχεδιασμένο ως) άκαμπτο συνταγματικό όχημα μέσα απο την ερμηνεία. Θύμισε ο Αντώνης Μανιτάκης πως αυτή η έννοια του “δημοσίου συμφέροντος” – δάνεια απο την νομολογία του Conseil d’ Etat – είχε έρθει το 1929/30, την εποχή της πρώτης επεκτάσεως του κρατικού παρεμβατισμού, να στηρίξει επιλογές που κρίνονταν τότε οριακές. Εχει μια παράξενη αντίστροφη συμμετρία το πώς, τώρα, η ίδια έννοια “χρειάστηκε” να αξιοποιηθεί για να χαραχθεί η αντίστροφη πορεία. Για να νομιμοποιηθεί, ουσιαστικά ένα πλεγμα πραγματικών περιορισμών της δημοσιονομικής και νομισματικής κυριαρχίας, αλλά και επαναθεμελίωσης της κρατικής λειτουργίας, χωρίς αντίστοιχες διεξοδικές νομικές κινήσεις.
Στην προσέγγιση του Γιάννη Δρόσου, πάντως, υπήρξε μια πιο αυστηρή προσέγγιση των δρώμενων αυτής της εποχής, με μοχλό την άποψη ότι το Σύνταγμα, ο συνταγματικός κανόνας μέχρι να αλλάξει δεν πρέπει να θεωρείται ότι παύει να ισχύει ως δεσμευτικός. Κυρίως όμως, υπήρξε μια καταιγιστική καταγγελία της εργαλειακής (=φτηνά πολιτικής) μεταχείρισης του συνταγματικού λόγου. Ο οποίος λειτούργησε ως μηχανισμός αλληλοκαταγγελιών, με μια καφενειακή (και το καφενείο υπήρξε πάντα ευγενέστερο της Βουλής η διατύπωση αυστηρά δική μας) χρήση της εννοίας “αντισυνταγματικό”.
Μπορεί από την διαδρομή αυτή το Σύνταγμα να αποδείχθηκε προσαρμοστικό, δεκτικό σε ανατροπές, “ανθεκτικό”. Το πόσο η πολιτική λειτουργία θα προκύψει αντίστοιχα αλώβητη είναι κάτι που αληθινά αμφισβητείται. Ή, όπως έλεγαν οι παλιοί, νομικοί, “στασιάζεται”.