Ο εκτελεστικός νόμος για το «βασικό μέτοχο» που κατέθεσε η κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή, στους πρώτους μήνες της θητείας της, προκάλεσε εσωτερικές συζητήσεις στα κόμματα της αντιπολίτευσης. Στο ΠΑΣΟΚ, για μία σειρά λόγους, κατέληξε στην απόφαση καταψήφισης, παρά τις ενστάσεις στελεχών, όπως ο πρώην πρόεδρος της Βουλής Απόστολος Κακλαμάνης.
Στον ΣΥΡΙΖΑ όμως, του οποίου πρόεδρος τότε ήταν ο Αλέκος Αλαβάνος, ο προβληματισμός ήταν πιο έντονος και η συγκεκριμένη νομοθετική παρέμβαση της συντηρητικής κυβέρνησης προκάλεσε διχογνωμία.
Σύμφωνα με ρεπορτάζ της εποχής, μία σειρά στελεχών, μεταξύ των οποίων και ο πρώην πρόεδρος του κόμματος Νίκος Κωνσταντόπουλος, εμφανίζονταν θετικά στην υπερψήφιση του νομοσχεδίου, με το σκεπτικό ότι οι διατάξεις του κάλυπταν το μεγαλύτερο μέρος των θέσεων του κόμματος.
Επικράτησε όμως η πιο «παραταξιακή» άποψη, που εξέφρασαν παραδοσιακά στελέχη του κόμματος, όπως ο πρώην πρόεδρος της Βουλής Νίκος Βούτσης.
Ακόμη κι αυτά τα στελέχη αναγνώριζαν τον επί της αρχής θετικό χαρακτήρα του νομοσχεδίου, διατύπωναν όμως επιμέρους ενστάσεις, ενώ διατύπωναν και τον προβληματισμό τους, για το μήνυμα που θα εξέπεμπε μία θετική στάση ενός κόμματος της ριζοσπαστικής αριστεράς, όπως είχε αρχίσει να διαμορφώνεται, απέναντι σε μία νομοθετική πρωτοβουλία της συντηρητικής παράταξης.
Ο αρθρογράφος, το κείμενο του οποίου αποτέλεσε την αφορμή για το παρόν ιστορικό, ας το πούμε έτσι, αφήγημα, υπαινίσσεται ότι η φημολογία περί ενδεχόμενης πρότασης στο Νίκο Κωνσταντόπουλο, για την Προεδρία της Δημοκρατίας, στη στάση του εκείνη.
Κατά τη γνώμη μας, πάντως, μία τέτοια υποψηφιότητα, για το ύπατο πολιτειακό αξίωμα, δεν βρισκόταν στο τραπέζι, του τότε πρωθυπουργού Κώστα Καραμανλή, για καθαρά πολιτικούς λόγους. Γιατί, μία τέτοια υποψηφιότητα, στελέχους προερχόμενου από την αριστερά, έστω και κεντρογενούς καταγωγής, υπερέβαινε τα όρια αντοχής της συντηρητικής παράταξης, ακόμη και στις αρχές του 21ου αιώνα.
Επανερχόμενοι στο θέμα μας, τη νομοθετική παρέμβαση για το λεγόμενο «βασικό μέτοχο», η ψήφιση του από τη Βουλή και η διαφαινόμενη ευρύτερη κοινωνική αποδοχή, ακόμη και η αρχική «συνθηκολόγηση» των ενδιαφερόμενων επιχειρηματιών (κάπως αλλιώς τους είχε ονοματίσει ο τότε πρωθυπουργός) δεν αποδείχθηκαν αρκετά για να μακροημερεύσει ως νόμος του κράτους.
Χρειάστηκε ωστόσο η επιστράτευση του ευρωπαϊκού λόμπι, με την απειλή διακοπής κοινοτικών κονδυλίων, για να υποχρεωθεί η κυβέρνηση σε άτακτη αναδίπλωση.
Αργότερα ο τότε αρμόδιος υπουργός Θεόδωρος Ρουσόπουλος, έφερε νέο νόμο, που απείχε παρασάγγας από τον προηγούμενο. Είχαν εξαλειφθεί οι δρακόντειες-και για πολλούς υπερβολικές ή αχρείαστες- διατάξεις, που καθιέρωναν ασυμβίβαστο, μεταξύ αναδόχου δημοσίων έργων και ιδιοκτήτη μέσων ενημέρωσης, ακόμη και για μακρινούς συγγενείς, προφανώς προς αποφυγή καταστρατηγήσεων και δόλιων παρακάμψεων, της ρύθμισης.