Του Δημήτρη Μαρκόπουλου από την Κυριακάτικη Kontranews
Η συζήτηση ξεκίνησε και αναμένεται να έχει ενδιαφέρον. Ο λόγος για την αναγκαιότητα οχύρωσης της χώρας απέναντι στις τουρκικές προκλήσεις. Και σε αυτή τη συζήτηση οφείλουμε όλοι να πάρουμε σαφή θέση. Πρόσφατα διάβασα ένα άρθρο στο σάιτ protagon.gr. Ο αρθρογράφος Δημήτρης Ευθυμάκης αναρωτιούνταν, «μπορεί η Ελλάδα να γίνει Ισραήλ;». Και με το ιδιαίτερο και σκωπτικό ύφος του κατέληξε πως «ο Έλληνας έχει να πολεμήσει από το ’50 και πως δεν έχει καμία διάθεση να το κάνει σήμερα, σε αντίθεση με το στρατικοποιημένο Ισραήλ που είναι συνηθισμένο».
Σαφώς κανένας δεν θέλει τις βόμβες να σφυρίζουν έξω από την πόρτα του. Προσωπικά σιχαίνομαι τη βία. Δεν θεωρώ όμως πως διαφέρουμε σε κάτι από τον μέσο Ισραηλινό. Καμία μάνα δεν θέλει το παιδί της να πάει σε πόλεμο είτε ζει στη Λαμία, είτε στη Χάιφα. Οι Ισραηλινοί για κάποιους λόγους πολεμάνε. Κι αυτοί οι λόγοι έχουν να κάνουν με την επιθετικότητα πολλών γειτόνων της. Το Ισραήλ λοιπόν εδώ και χρόνια πήρε μια γενναία μα συνάμα δύσκολη απόφαση: να υπερασπιστεί την ακεραιότητά του.
Η Ελλάδα, σε αντίθεση με την παραπάνω απόφαση, ακολούθησε μια στρατηγική κατευνασμού και επίσημων διαμαρτυριών στον ΟΗΕ και το ΝΑΤΟ για τα προβλήματά της. Σαφώς επί πολλά χρόνια γλιτώσαμε τον πόλεμο. Όμως αυτό έγινε με μια άλλη Τουρκία απέναντι μας. Με μια χώρα που είχε λιγότερους κατοίκους από ό,τι σήμερα, με μια χώρα αρκετά φτωχότερη από σήμερα, με λιγότερες επενδύσεις και χωρίς διεθνισμό. Τώρα που η γειτονική χώρα αλλάζει δόγμα, ενισχύεται στρατιωτικά, εξελίσσεται σε μεγάλη δύναμη κι έχει άλλες φιλοδοξίες, το να λέμε πως θα εργαστούμε με τα ίδια εργαλεία που εργαζόμασταν προ 30, 40 ή 50 ετών αποτελεί στρουθοκαμηλισμό.
Ένα από τα ζητήματα που ανέκαθεν είχαν κεντρική θέση στην ρητορική της εγχώριας αριστεράς και διαμόρφωσε εν πολλοίς μια πασιφιστική συνείδηση στην Ελλάδα ήταν αυτό που αφορούσε το ζήτημα της δραστικής μείωσης των στρατιωτικών δαπανών, προκειμένου, στην βάση της αμοιβαιότητας μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, να σταματούσε κάποια στιγμή ο αέναος και ατέρμονος φαύλος κύκλος των εξοπλισμών. Κινήματα ειρήνης, επιφανείς προσωπικότητες όπως οι Μίκης Θεοδωράκης και Ζουλφού Λιβανελί έστησαν γέφυρες και θεμελίωσαν μια ρητορική συμπόρευσης. Ήταν η εποχή που όλοι ζητούσαν περικοπή των στρατιωτικών δαπανών τουλάχιστον κατά 50% προκειμένου να εξοικονομηθούν πόροι για την Παιδεία, την Υγεία, την απασχόληση και την ανάπτυξη. Όλοι θυμόμαστε τον κ. Τσίπρα να υπογράφει τον Σεπτέμβριο του 2010 με τον πρόεδρο του κόμματος Ελευθερίας και Αλληλεγγύης της Τουρκίας Αλπέρ Τας κοινή διακήρυξη, με τίτλο «έκκληση του Έβρου» για την αμοιβαία και ισόρροπη μείωση των εξοπλισμών Ελλάδας – Τουρκίας. Δέσμιος ιδεοληπτικών εμμονών και αγκυλώσεων, ο κ. Τσίπρας προέβαινε το 2015 στη μνημειώδη δήλωση περί ανυπαρξίας θαλασσίων συνόρων για να ακολουθήσει η δήλωση Ζουράρη, ο οποίος ισχυρίστηκε ότι δεν θα γινόταν και τίποτα αν χάναμε μερικά νησιά. Στο ίδιο μήκος κύματος οι δηλώσεις ότι έπρεπε να προχωρήσουμε σε μονομερή παύση των εξοπλισμών και «να το ρισκάρουμε» με την Τουρκία. Από κοντά και ο κ. Κατρούγκαλος, ο οποίος θα μείνει στην ιστορία ως ο πρώτος Έλληνας Υπουργός Εξωτερικών που μίλησε για τα δικαιώματα των Τούρκων στο Αιγαίο προσερχόμενος σε διάλογο για τα ελληνοτουρκικά χωρίς ατζέντα και κόκκινες γραμμές, ενώ ο κ. Κοτζιάς, προέτρεπε τους Έλληνες να μην είναι μοναχοφάηδες! Η εμμονικά ιδεοληπτική προσέγγιση όμως στα εθνικά θέματα λειτούργησε τελικά εις βάρος της εξοπλιστικής επάρκειας της χώρας και απαξίωσε πλήρως την Ελληνική Αμυντική Βιομηχανία, ενώ η πολιτική των «ανοιχτών συνόρων» στο μεταναστευτικό οδήγησε αρχικά στον εγκλωβισμό στην Ελλάδα χιλιάδων μεταναστών. Σαν πολιτεία και σαν κοινωνία πληρώσαμε πανάκριβα τις ιδεοληψίες και τη διαχειριστική ανεπάρκεια της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ αλλά κι όλων εκείνων που δεν έκαναν προ ετών σωστή ανάγνωση της τουρκικής πολιτικής. Τα Ίμια στα οποία «πάθαμε» έδειξαν πως δυστυχώς δεν «μάθαμε». Είναι αναγκαίο λοιπόν για να οικοδομήσουμε την αυριανή ειρήνη, να είμαστε έτοιμοι για όλα. Si vis pacem, para bellum έλεγε εξάλλου το ρωμαϊκό γνωμικό.
*Βουλευτής Β’ Πειραιώς με τη ΝΔ