Της Ελένης Σπανοπούλου από την Κυριακάτικη Kontranews
Αφηρημένη, Σάββατο βράδυ περπατούσα στο Ζάππειο πηγαίνοντας στο 49ο Φεστιβάλ Βιβλίου. Σχεδόν νοσταλγικά έφερα στο νου μου πόσες φορές κάλυψα το ρεπορτάζ στα πάνω από 40 χρόνια ζωής αυτού του θεσμού.
Θυμήθηκα το γάργαρο γέλιο της Μελίνας Μερκούρη, το 1982, στην Σαλονίκη, δίπλα στον Ντίνο Χριστιανόπουλο και τον Κώστα Λαχά, όταν ανέβηκε να εγκαινιάσει την Έκθεση Βιβλίου. Και ξαφνικά έπιασα τον εαυτό μου να προσπαθώ να θυμηθώ το χρώμα των ματιών της, αλλά δεν το κατάφερα. Λέτε αυτό να με έκανε να παραπατήσω στο κακοστρωμένο δάπεδο μπροστά στο Ζάππειο Μέγαρο;
Γεμάτο μπαλώματα από κακοχυμένο και κακοδουλεμένο τσιμέντο. Μία αηδία να το βλέπεις, πόσο μάλλον να το περπατάς ! Κάτι ανάμεσα σε φτηνό γαρμπίλι και χυδαίο τσιμέντο. Ναι! Η Ελλάδα της Ευρώπης, αυτό το …χαλί προσφέρει στους επίσημους επισκέπτες, αλλά και τους περιπατητές του Ζαππείου! Μία κατάσταση δεκαετίας ‘60 που ντροπιάζει κάθε Αθηναίο. Τσιμέντο, μετά μυρίων μπαλωμάτων… Αυτό το υλικό που ο Μανώλης Κορρές βρίσκει… ταιριαστό με τον βράχο της Ακρόπολης.
Για να μην σας κουράζω, παραπάτησα και παρ’ ολίγο δεν θα ήμουν σε θέση να μιλήσω στην παρουσίαση βιβλίου για το όποιο πήγα. Και το ομολογώ. Αν δεν ήταν το εξαιρετικό δημοσιογραφικό πολιτικό και εκπαιδευτικό Τετράδιο («Το έγκλημα που αρέσει» Εκδόσεις ΝΙΚΑΣ) του καλού συναδέλφου, Νάσου Αθανασίου, βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ, δεν θα βρισκόμουν στο Φεστιβάλ Βιβλίου.
Μετά το θάνατο του Μίκη, ένα πελώριο κενό έχει άρχισε να εγκαθίσταται, ύπουλα στην καρδιά όλων, μα εγώ το ένοιωσα έντονο εκείνο το βράδυ στο Ζάππειο.
Θύμωσα με την απίστευτη αδι- αντροπιά του δη- μάρχου Αθηνών, Κώστα Μπακογιάννη, που από τη μια φυτεύει μεγάλους περιπάτους στην πόλη κι όλο του μαραίνονται κι όλο ξοδεύει. Και από την άλλη κάνει τον μεγάλο Έλληνα ευεργέτη Ζάππα, να γυρίζει μπρούμυτα στον τάφο του με την απίστευτη εικόνα εγκατάλειψης του περιβάλλοντος το Ζάππειο Μέγαρο χώρου. Επιχειρήστε να περπατήσετε εκεί ένα βράδυ και θα με θυμηθείτε.
Μπορεί ο άφρων και επιπόλαιος δήμαρχος της Αθήνας και η αδιαφορία του για τους δρόμους και τα μνημεία της πόλης να ήταν η αιτία του θυμού μου. Η αιτία της θλίψης μου, όμως, ήταν άλλη. Και συνοψίζεται στο ερώτημα που μου γέννησε η θέα από τα αμέτρητα κιόσκια και τους πολλούς, πάρα πολλούς, επισκέπτες του Φεστιβάλ.
Καλά, αναρωτήθηκα, διαβάζουμε πάνω από 40 χρόνια τόσα βιβλία, τραγουδάμε Βαμβακάρη Τσιτσάνη, Θεοδωράκη, Χατζιδάκι. Είχαμε ποιητές σαν τον Σεφέρη, τον Ρίτσο, τον Ελύτη κι όχι μόνον.
Πως καταντήσαμε έτσι, σαν πολίτες και σαν κοινωνία;
Πως φτάσαμε ως εδώ;