Πιο παλιά, στα χρόνια όπου κυριαρχούσε η έντυπη ενημέρωση, είχαν
επικρατήσει, γραπτοί ή και εθιμικοί, κανόνες δεοντολογίας και όχι μόνο
στην άσκηση του δημοσιογραφικού επαγγέλματος, που καθόριζαν τη
συμπεριφορά όλων, στη δημόσια σφαίρα.
Ενας από αυτούς τους, γραπτούς ή εθιμικούς, κανόνες, αφορά ειδικά
στο πεδίο της απονομής Δικαιοσύνης, αναγνώριζε τον
αδιαπραγμάτευτο σεβασμό στο τεκμήριο αθωότητας, αλλά και στην
«ιερότητα» του προσώπου του κατηγορουμένου.
Είχαμε όλοι συμφωνήσει, σ’ εκείνο το «άγραφο συμβόλαιο» πως η
δικαιοσύνη απονεμόταν μόνο στις αίθουσες των δικαστηρίων και
πουθενά αλλού. Ακόμη και η ανακριτική -πολύ δε περισσότερο η
προανακριτική- διαδικασία, αποτελούσε ένα πρώιμο στάδιο, με σχετική
αξία, γι’ αυτό και περιβαλλόταν από μυστικότητα.
Θα μπορούσαμε άλλωστε να παραθέσουμε πάμπολλα παραδείγματα,
όπου «δεμένες» υποθέσεις, όπως αρχικά εμφανίζονταν, κατέπιπταν με
πάταγο στο δικαστήριο. Και δεν αναφερόμαστε μόνο στο «σκάνδαλο
Κοσκωτά».
Δυστυχώς, τα τελευταία χρόνια ζούμε τον απόλυτο εκφυλισμό. Η
Δικαιοσύνη «απονέμεται» σε τηλεοπτικά στούντιο, με «μάρτυρες»
παντελώς άσχετους με τα δεδομένα μιας υπόθεσης και τα στοιχεία μιας
δικογραφίας και αυτόκλητους «δικαστές» που «απένεμαν ποινές», σε
πρώτο και τελευταίο βαθμό.
Κατηγορούμενους που είχαν ήδη «προγραφεί», να καθίστανται
αντικείμενο διαρκούς και ανελέητου «λιντσαρίσματος», σε ορισμένες
περιπτώσεις και κατά κυριολεξία.
Τηλεοπτικούς «εισαγγελείς» να αποφαίνονται, με ύφος που δεν άφηνε
κανένα περιθώριο αμφισβήτησης, ότι η υπόθεση είναι τόσο «δεμένη»,
στο στάδιο της αστυνομικής προανάκρισης ακόμη, ώστε να καθίσταται
περιττή η περαιτέρω δικαστική διαδικασία.
Απορούμε δηλαδή για ποιο λόγο υπάρχουν ακόμη δικαστήρια. Τζάμπα
πληρώνουμε τόσο κόσμο. Απλή διεκπεραίωση καλούνται να κάνουν.
Αραγε, ποια δικαστική σύνθεση θα τολμούσε να πάει κόντρα στη
διαμορφωμένη βούληση, σε μια έντεχνα καλλιεργημένη ατμόσφαιρα,
που απαιτεί την «εσχάτη των ποινών», διεγείροντας τα πιο ταπεινά
ένστικτα;
Σ’ ένα τέτοιο κλίμα, πολλοί θα έβρισκαν ως και δικαιολογημένη την
άσκηση βίας, σε βάρος του «ενόχου». Ελπίζουμε βέβαια να υπάρξει
πραγματική έρευνα για τις σχετικές καταγγελίες και να αποδοθούν
ευθύνες όπου πρέπει, ειδικά αν αποδειχθούν βάσιμες δε.
Όμως πολύ φοβούμαστε ότι εδώ που φτάσαμε «είναι αργά για
δάκρυα» και δη «κροκοδείλια», όσων διαπιστώνουν με τρόμο, τι τέρας
εξέθρεψαν.
Μακάρι να διαψευστούμε, αλλά έχουμε την αίσθηση ότι η διάβρωση
είναι πολύ βαθιά.
ΛΕΥΤ. ΚΑΝΑΣ