Του Δημήτρη Μαρκόπουλου από την Κυριακάτικη Kontranews
Το τραγούδησε ο Σαββόπουλος στους Αχαρνείς. Ήταν τα τέλη της δεκαετίας του ’70 όταν παρέα με τον Μανώλη Ρασούλη, τον Νίκο Παπάζογλου, τον Σάκη Μπουλά και τον Νίκο Ζιώγαλα έλεγαν «τώρα με χειρουργεί μια αλλήθωρη νεολαία, μια τσογλανοπαρέα που κάνει κριτική».
Προφανώς τα παιδιά μας, ακόμα κι αυτά που κάνουν καταλήψεις, δεν είναι «τσογλάνια». Μην αδικούμε κάποιες φωνές που επειδή βρίσκονται πολιτικά απέναντι μας δίνουν το δικό τους αγώνα. Θα επαναλάβω και κάτι που είπα πρόσφατα. Πως δηλαδή προτιμώ εκείνους που έστω και με λάθος τρόπο κάπως κινητοποιούνται, από όσους μένουν στους καναπέδες τους. Όμως ο πολιτικός αληθωρισμός κάποιων, είναι ένα σημείο συζήτησης.
Επειδή ανήκω στην πρώτη γενιά καταλήψεων (βέβαια από την ανάποδη, καθώς ουδέποτε τις στήριξα), στους σημερινούς 45άρηδες που στις αρχές του ’90 ζυμώθηκαν κοινωνικά για τον περίφημο νόμο Κοντογιαννόπουλου, οφείλω να κάνω μερικές επισημάνσεις.
Η λαϊκή οικογένεια, με το έθιμο (γιατί σε τέτοιο έχει ευτελιστεί) των κλειστών σχολείων, χάνει. Δεν κερδίζει. Ο υπάλληλος, ο εργάτης, ο αγρότης που με κόπο στέλνει το παιδί του να μάθει γράμματα, βλέπει τις προσπάθειές του να πηγαίνουν στράφι στο βωμό μικροπολιτικών κυρίως αριστερίστικων πρακτικών. Μη γελιόμαστε. Υπάρχει πολιτική κάλυψη σε όλο αυτό που γίνεται από το ΚΚΕ, τον ΣΥΡΙΖΑ, ακόμα και από τον Ρουβίκωνα.
Δεύτερον, η όλη διαδικασία κάθε άλλο παρά δημοκρατική είναι. Δεν στήνονται πουθενά κάλπες, δυναμικές μειοψηφίες επιβάλλονται χωρίς θεσμικό κι οργανωμένο τρόπο σε σιωπηλές μειοψηφίες, ενώ δεν υπάρχει η μαζικότητα που κάποιοι παρουσιάζουν. Ναι. Πολλά σχολεία έχουν κλείσει. Όμως κανένας δεν υπάρχει εντός αυτών, κανένας δεν περιφρουρεί τις καταλήψεις, άρα το «ένα, δύο, τρία, πολλά πολυτεχνεία» δεν υφίσταται. Στο κίνημα του Πολυτεχνείου, οι φοιτητές ήταν εντός αιθουσών κι έδιναν αγώνα. Δεν πήγαιναν στην καφετέρια, ούτε έπαιζαν τάβλι.
Επίσης, κάποιοι οφείλουν να αναλογιστούν πως η πανδημία οδήγησε σε τρίμηνη περίπου διακοπή μαθημάτων. Δεν υπάρχει λοιπόν άλλος καιρός για χάσιμο, ενώ μέτρα υγειονομικά υπάρχουν και δεν πρέπει να απαξιώνονται.
Οφείλουμε λοιπόν να πούμε στη νέα γενιά πως εμείς, οι γονείς της κρίσης, εκείνοι που δέκα χρόνια με δυσκολίες και άγχη σηκώσαμε δύσκολες πολιτικές και πληρώσαμε σκληρά μέτρα, δεν μπορούμε άλλο να κάνουμε υπομονή σε ένα κακό για την Παιδεία έθιμο. Το νοικοκυριό των φτωχότερων περιοχών της χώρας θέλει το παιδί του να πάει στο σχολείο. Χρειάζεται όντως πολλά να αλλάξουν. Ομως αλλαγές με καταλήψεις του χαβαλέ, με αριστερίστικες κορώνες και με λουκέτα, δεν γίνονται. Το 2020 δεν είναι 1990. Ας το πάρουν χαμπάρι οι νέοι κι ας βρουν πιο δημιουργικούς τρόπους αντίδρασης και κάτι περισσότερο: ας βρουν σοβαρές κι αξιόπιστες προτάσεις στο διάλογο. Όχι κραυγές και τυφλά λουκέτα.
* Βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας στη Β’ Πειραιά