«Ερημώνει» η ελληνική αγορά, μετά την εξαετία των μνημονίων. Μετά από ένα σαρωτικό κύμα «λουκέτων», που στην αγορά τα ρολά κατέβαιναν βροχή, η συρρικνωμένη αγορά, δείχνει ειδικά στην Αθήνα να έχει σχηματίσει αντιστάσεις απέναντι στις πιέσεις, με μείωση των νέων «λουκέτων» στο 25,9%, από 32,3% που είχε φτάσει τον Σεπτέμβριο του 2013. Στην εξαμηνιαία έρευνα του Ινστιτούτου Εμπορίου και Υπηρεσιών (ΙΝΕΜΥ) της Εθνικής Συνομοσπονδίας Εμπορίου και Επιχειρήσεων (ΕΣΕΕ), για την αποτύπωση της επιχειρηματικής δραστηριότητας στις κεντρικές εμπορικές αγορές, η αναλογία των κλειστών επαγγελματικών στεγών στην εμπορική αγορά της Αθήνας, παρουσιάζει πτωτική τάση μετά από την «κορύφωση» που σημείωσε το 2013. Μετά από πέντε χρόνια η έρευνα πραγματοποιείται σε εξαμηνιαία βάση στο κέντρο της Αθήνας, στον εμπορικό κέντρο του Πειραιά, σε επτά κεντρικές εμπορικές αγορές της Αττικής και 2 κεντρικές εμπορικές αγορές της Περιφέρειας. Παρακάτω συνοψίζονται οι βασικές διαπιστώσεις για την κάθε περιοχή όπου διεξάγεται η έρευνα, για το Μάρτιο του 2016.
Η αναλογία των κλειστών επαγγελματικών στεγών στην εμπορική αγορά της Αθήνας μετά από την κορύφωση που σημείωσε το Σεπτέμβριο του 2013 στο 32,3%, παρουσίασε πτωτική τάση. Στην τωρινή καταγραφή, όχι μόνο επιβεβαιώνεται η οριακή αποκλιμάκωση που σημειώθηκε στην προηγούμενη καταγραφή (26,4% το Σεπτέμβριο 2015) αλλά φαίνεται ότι καταγράφεται μια περαιτέρω πτωτική τάση, καθώς η αναλογία των κλειστών φτάνει σήμερα το 25,9%.
Σε αντίθεση με την Αθήνα στην εμπορική αγορά του Πειραιά η αύξηση των λουκέτων συνεχίστηκε μέχρι και το Σεπτέμβριο του 2014, όπου σημείωσε το οριακό ποσοστό του 34,9%. Στην καταγραφή του Μαρτίου 2015, ένα χρόνο πριν στον Πειραιά εμφανίζεται σχετική υποχώρηση του ποσοστού των κλειστών επιχειρήσεων μεγαλύτερη από 1 ποσοστιαία μονάδα, στο 33,5%, η οποία φαίνεται να επιβεβαιώνεται από τις δυο τελευταίες καταγραφές, καθώς το ποσοστό των κλειστών κυμαίνεται περίπου στα ίδια επίπεδα και στην τωρινή καταγραφή φτάνει το 33,7%, γεγονός που σηματοδοτεί την σταθεροποίηση του.
Σαν γενικό συμπέρασμα, για την περιοχή της Αθήνας, όσον αφορά το φαινόμενο των «λουκέτων» μπορούμε να αναφέρουμε ότι ύστερα από τη σταθεροποίηση που σημειώνει από το Σεπτέμβριο του 2014, στην τωρινή καταγραφή παρουσιάζει μια «υπαρκτή» πτωτική τάση. Δηλαδή, η μεγάλη ύφεση που κλόνισε τον επιχειρηματικό κόσμο της πρωτεύουσας μπορεί να είχε ως αποτέλεσμα να βάλουν «λουκέτο» πολλές επιχειρήσεις, αλλά πλέον τα «λουκέτα» φαίνεται όχι μόνο να σταθεροποιούνται αλλά η τωρινή καταγραφή αφήνει ορισμένα περιθώρια αισιοδοξίας. Για την Αθήνα έχουν οριστεί 4 ζώνες εκ των οποίων η καθεμία έχει διαφορετική «αντοχή» απέναντι στο φαινόμενο των λουκέτων. Το «εμπορικό τρίγωνο», συγκριτικά με τις υπόλοιπες εμπορικές ζώνες, παρουσιάζει το μικρότερο ποσοστό κλειστών επιχειρήσεων με το 21,2% να είναι ανενεργές, έπειτα ακολουθεί το «Κολωνάκι» 24,9%, και οι δυο ζώνες συγκεντρώνουν μικρότερη αναλογία «λουκέτων» από το συνολικό ποσοστό κλειστών της περιοχής. Σε χειρότερη θέση φαίνεται να βρίσκεται η ζώνη των «Εξαρχείων» με 35,1% κλειστά και η ζώνη κεντρικών οδικών αρτηριών (Σταδίου, Πανεπιστημίου και Ακαδημίας) με 33,3%.
Ομοίως με την Αθήνα, έτσι και στον Πειραιά έχουν οριστεί εμπορικές ζώνες για την περιοχή. Για τον Πειραιά ήδη από τις προηγούμενες καταγραφές, έχουμε οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι το εμπορικό κέντρο συρρικνώνεται γεωγραφικά, και περιορίζεται στην ονομαζόμενη ζώνη «κέντρο Πειραιά» όπου εκεί παρατηρείται πολύ υψηλή συγκέντρωση επιχειρηματικής δραστηριότητας. Η διαφοροποίηση αυτή είναι αξιοσημείωτη σε κάθε καταγραφή και δείχνει ότι το έντονο φαινόμενο των κλειστών επιχειρήσεων δεν πλήττει με την ίδια σφοδρότητα το «κέντρο του Πειραιά» σε σύγκριση με τις άλλες δυο περιοχές-ζώνες (Λιμάνι και Τερψιθέα), οι οποίες σημειώνουν ποσοστό κλειστών στο επίπεδο του οριακού ποσοστού του 40%, συνθέτοντας ζώνες με εικόνα «ερημοποίησης». Το ότι στη ζώνη «Κέντρο Πειραιά» συγκεντρώνεται η πλειονότητα της επιχειρηματικής δραστηριότητας, αποτελεί το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα της ζώνης αυτής έναντι των άλλων δυο, το οποίο είναι ένας κύριος παράγοντας που περιορίζει αρκετά το ποσοστό των λουκέτων (28%).