Η στρατηγική πρόκληση του επόμενου αρχηγού

Η στρατηγική πρόκληση του επόμενου αρχηγού

Την ώρα που, ευλόγως, η συζήτηση περί το ΚΙΝΑΛ αναλίσκεται σε
πρόσωπα –ποιος, δηλαδή, θα κερδίσει τον προεδρικό θώκο του
κόμματος και με ποιες θέσεις-, ήδη ξεπροβάλλει για την επόμενη
μέρα μία πρόκληση με στρατηγικά χαρακτηριστικά, από την
διαχείριση της οποίας θα κριθεί εν πολλοίς ο επόμενος αρχηγός
και η πολιτική περίοδος που ξεκινά, μαζί μ’ αυτόν, στο Κίνημα
Αλλαγής.

Ο λόγος, φυσικά, για την πολιτική κατεύθυνση της βάσης του
κόμματος, που είτε ο νικητής λέγεται Ανδρουλάκης, είτε
Παπανδρέου, θα πρέπει να αντιμετωπίσει και να διαχειριστεί ως τις
επόμενες εκλογές, αλλά και με ορίζοντα έπειτα απ’ αυτές.
Βεβαίως, το ζήτημα δεν είναι απλό και αυτό φάνηκε ακόμη και από
τις πολλαπλές και αντιφατικές μεταξύ τους αναλύσεις αναφορικά
με το αποτέλεσμα του πρώτου γύρου: η «φιλοΣΥΡΙΖΑ» ανάλυση
θέλει μόλις το 1/3 του εκλογικού ακροατηρίου και των μελών και
φίλων του ΚΙΝΑΛ να είναι σε «αντι-ΣΥΡΙΖΑ» γραμμή, με δεδομένο
ότι ο Ανδρέας Λοβέρδος έμεινε εκτός δεύτερου γύρου με ποσοστό
λίγο παραπάνω από 25%. Στον αντίποδα, οι φιλοκυβερνητικές
αναλύσεις αθροίζουν το ποσοστό του Ανδρέα Λοβέρδου με εκείνο
που πήρε ο Νίκος Ανδρουλάκης, για να υποστηρίξουν ότι οι «αντι-
ΣΥΡΙΖΑ» πολιτικές προτάσεις –ή, τελοσπάντων, οι προτάσεις που
δεν περιλαμβάνουν καμία «προοδευτική διακυβέρνηση»- έλαβαν
τα 2/3 των ψήφων, ενώ ο Γιώργος Παπανδρέου το 27% και ο
Χάρης Καστανίδης το 3% των ψηφισάντων.

Με άλλα λόγια, μπορεί κανείς να ακτινογραφήσει το αποτέλεσμα
με διαφορετικούς τρόπους για να καταλήξει στα συμπεράσματα
που τού… ταιριάζουν. Όμως, το στρατηγικής φύσης πρόβλημα με
την βάση του Κινήματος Αλλαγής είναι παρόν, ανεξαρτήτως της

ανάγνωσης του καθενός στο αποτέλεσμα της προηγούμενης
Κυριακής: οι εναπομείναντες ψηφοφόροι του Κινήματος Αλλαγής,
όπως και η πλειονότητα των μελών και των φίλων του,
αισθάνονται πιο κοντά στην κυβέρνηση ή, τελοσπάντων, δεν
θέλουν ούτε να ακούνε για τον ΣΥΡΙΖΑ.

Πρόκειται για μία «μετάλλαξη» και μία πολιτική διεργασία που
πλέον έχει βαθιές ρίζες, αφού μετρά αρκετά χρόνια: από το «σοκ»
για το «σώμα» του ΠΑΣΟΚ το 2012, όταν το κόμμα συνεργάστηκε
με την κυβέρνηση Σαμαρά στο πλαίσιο της τρικομματικής
κυβέρνησης συνεργασίας έχουν ήδη περάσει 9 χρόνια που σχεδόν
καθημερινά –με εξαίρεση ίσως τους τελευταίους μήνες πριν η
Φώφη Γεννηματά φύγει από τη ζωή- το ΠΑΣΟΚ/Δημοκρατική
Συμπαράταξη/ΚΙΝΑΛ κ.α. πλειοδοτούσε καθημερινά σε σχέση με
τη ΝΔ στην «αντι-ΣΥΡΙΖΑ» ρητορική. Για την περίοδο ηγεσίας του
Ευάγγελου Βενιζέλου προφανώς δεν χρειάζεται να αναφερθεί κάτι
–όλοι και όλες θυμούνται πώς πολιτεύθηκε ο κ. Βενιζέλος έναντι
του ΣΥΡΙΖΑ (και, για να είμαστε δίκαιοι, και πώς πολιτεύθηκε και ο
ΣΥΡΙΖΑ έναντι του κ. Βενιζέλου…).

Όταν την σκυτάλη της ηγεσίας πήρε η Φώφη Γεννηματά, συνέχισε
στο ίδιο μοτίβο. Από το 2016 και μετά, στη Βουλή ανταγωνιζόταν
με τον Κυριάκο Μητσοτάκη ποιος θα υιοθετήσει σκληρότερες
εκφράσεις κατά της κυβέρνησης Τσίπρα. Το ΚΙΝΑΛ, άλλωστε,
έφτασε στο σημείο να πάει κόντρα στο DNA του χώρου και να πει
«όχι» ακόμη και στη Συμφωνία των Πρεσπών, με μία ρητορική
που κάποιες φορές είχε κάτι από… περικεφαλαίες και Βουκεφάλες.
Η αείμνηστη Γεννηματά, βεβαίως, κατάφερε να κρατήσει το κόμμα
ενωμένο και να διπλασιάσει τα ποσοστά του –και αυτό το
πιστώνεται. Ωστόσο, ουδείς ξεχνά ότι η τελευταία διαρροή της
Χαριλάου Τρικούπη μία-δύο ημέρες πριν ανοίξουν οι κάλπες του
Ιουλίου του 2019 ήταν πως «το ΚΙΝΑΛ δε θα αφήσει τη χώρα
ακυβέρνητη». Κάποιοι το είπαν κίνηση αυτοσυντήρησης και ένα
σήμα στους αμφιταλαντευόμενους ψηφοφόρους να μην
εμπιστευθούν το κεντρώο προσωπείο του Κυριάκου Μητσοτάκη,
καθώς και το ΚΙΝΑΛ θα μπορούσε να δώσει κυβερνητική λύση.
Ακόμη κι αν ήταν αυτό, όμως, επρόκειτο παραλλήλως για άλλη μία
κίνηση «εθισμού» του κόσμου του ΚΙΝΑΛ σε φιλοδεξιές και
οπωσδήποτε αντι-ΣΥΡΙΖΑ λογικές.

Αυτό, λοιπόν, είναι η μεγαλύτερη στρατηγική πρόκληση για τον
επόμενο πρόεδρο του κόμματος: η χώρα οδεύει προς εκλογές με
απλή αναλογική, η δεξιά κυβέρνηση φθείρεται ραγδαία και η
αριστερή αντιπολίτευση, όσο κι αν δεν μπορεί να καρπωθεί
προσώρας τη φθορά, κάποια στιγμή θα τεθεί σε τροχιά μάχης. Τα
πολιτικά διακυβεύματα της επόμενης μέρας θα είναι πολλά και
σκληρά, αφού ακόμη και στις επαναληπτικές εκλογές ένα κόμμα
θα πρέπει να «πιάσει» 38% ίσα-ίσα για να έχει οριακή πλειοψηφία
151 βουλευτών. Ως τότε, λοιπόν, ο επόμενος αρχηγός, αν θέλει να
έχει τα χέρια του λυμένα για να κινηθεί ελεύθερα, θα πρέπει να έχει
αντιμετωπίσει τον αντι-ΣΥΡΙΖΑ «εθισμό» των ψηφοφόρων του,
επαναφέροντάς τους στο Κέντρο.

Δείτε επίσης

Τελευταία Άρθρα

Τα πιο Δημοφιλή