Πώς έφτασε η αστυνομία στην εξάρθρωση της πιο βρόμικης και απάνθρωπης εγκληματικής οργάνωσης, που μπορεί να αριθμεί ως και 500 μέλη.
Η αποκάλυψη της δράσης της μαφίας των αντικαρκινικών φαρμάκων ήταν γένους θηλυκού. Δύο γυναίκες, μία ξανθιά και μία μελαχρινή φαρμάκωσαν κυριολεκτικά τους εμπόρους των παράνομων αντικαρκινικών σκευασμάτων, οι οποίοι ήταν έμποροι του θανάτου, αφού μεταξύ άλλων για να κλέψουν μείωναν τη δόση της φαρμακευτικής ουσίας από τους καρκινοπαθείς.
Η πρώτη γυναίκα πήρε το σήμα από τη Γερμανία, ότι σε χώρο γερμανικής φαρμακαποθήκης βρέθηκαν φαρμακευτικά προϊόντα με ελληνική επισήμανση, χωρίς ταινία γνησιότητας. Ηταν μία πληροφορία που δύσκολα μπορούσε να γίνει πιστευτή, αφού δεν υπήρχαν κανάλια νόμιμα για την εξαγωγή τέτοιων φαρμάκων.
Μετά το σήμα άρχισε διακριτικά να αναζητά περισσότερα στοιχεία για να διαπιστώσει κατά πόσο είναι αληθινές οι πληροφορίες από τη Γερμανία. Σύντομα διαπίστωσε ότι κάτι παράξενο συμβαίνει και τότε εμπιστευτικά ενημέρωσε τον αρμόδιο υπουργό.
Σε σύσκεψη που έγινε αποφασίστηκε να κρατηθεί εντελώς μυστική η υπόθεση και κλήθηκε η Οικονομική Αστυνομία να αναλάβει να ερευνήσει την υπόθεση με απόλυτη μυστικότητα για να μην γίνει αντιληπτό από το κύκλωμα ότι κάποιοι ψάχνουν.
Ενα τέτοιο ενδεχόμενο θα μπορούσε να τινάξει στον αέρα τις έρευνες, αφού υπήρχε ο φόβος τα μέλη του κυκλώματος να σταματήσουν τη δράση τους και να μην εντοπιστούν ποτέ.
Για τον εντοπισμό τους επιστρατεύτηκαν στελέχη της Οικονομικής Αστυνομία, μπήκε σε λειτουργία ο υπερκοριός της ΕΥΠ και άρχισαν να καταγράφονται οι συνομιλίες και οι κινήσεις των μελών της μαφίας, τα οποία, όπως αποδείχθηκε ήταν πολύ προσεκτικά και πολύ καλά οργανωμένα.
Είχαν έναν τρόπο οργάνωσης, που δύσκολα θα μπορούσε κάποιος να διεισδύσει, να μπορέσει να καταγράψει τη δραστηριότητα και να βρει στοιχεία, που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στη σύλληψη των μελών της μαφίας. Γι΄ αυτό και η έρευνα κράτησε κοντά τρία χρόνια.
Ρόλο κλειδί για τη συλλογή των πληροφοριών έπαιξε κι΄ εδώ μία μελαχρινή γυναίκα η οποία από τη θέση της μπορούσε να ερευνήσει διάφορα έγγραφα, συνταγές γιατρών κυρίως με τις οποίες γίνονταν οι προμήθειες των αντικαρκινικών φαρμάκων από τα φαρμακεία του ΕΟΠΥΥ, αλλά και από τα νοσοκομεία.
Η δεύτερη γυναίκα που φαρμάκωσε τη μαφία των αντικαρκινικών φαρμάκων ακολουθώντας την πορεία των συνταγών των γιατρών διαπίστωσε αρχικά, πως με πλαστές συνταγές το κύκλωμα προμηθεύονταν τα πανάκριβα φάρμακα από τα φαρμακεία του ΕΟΠΥΥ.
Με τις έρευνές της έδωσε το μίτο της Αριάδνης στην Οικονομική Αστυνομία, η οποία τον ακολούθησε, παρακολούθησε τους… μαφιόζους και αφού επί τρία χρόνια συγκέντρωσε στοιχεία, ξαφνικά προχώρησε σε συλλήψεις εξαρθρώνοντας το μεγαλύτερο κύκλωμα παράνομης εμπορίας φαρμάκων.
Από τη συνέχεια των ερευνών προέκυψε ότι μία τρίτη γυναίκα έπαιζε ρόλο κλειδί στην υπόθεση. Αλλά αυτή ήταν στην αντίπερα όχθη. Ηταν μέλος της μαφίας. Επρόκειτο για μία γιατρό, η οποία ήταν πανεπιστημιακή υπότροφος στο Λαϊκό νοσοκομείο.
Από τη θέση της είχε τη δυνατότητα να πλαστογραφεί τις συνταγές ογκολόγων γιατρών, να δίνει τις συνταγές σε άλλα μέλη του κυκλώματος και αυτά με τη σειρά τους να προμηθεύονται τα φάρμακα από τα φαρμακεία του ΕΟΠΥΥ. Να τα παραδίδουν σε άλλα μέλη του ίδιου κυκλώματος, αλλά τα οποία ανήκαν σε διαφορετική ομάδα και είχαν αρμοδιότητες να τα αποθηκεύσουν μέχρι μία άλλη ομάδα να αναλάβει να τα εξάγει στη Γερμανία.
Η γιατρός-πανεπιστημιακή υπότροφος συνέχιζε να πηγαίνει κανονικά στη δουλειά της στο λαϊκό μέχρι και έξι μέρες μετά τη σύλληψη των πρώτων μελών της μαφίας. Την έβδομη ημέρα δεν εμφανίστηκε στο Λαϊκό νοσοκομείο.
Οταν την αναζήτησαν οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι είχε εξαφανιστεί με το σύζυγό της, δημοσιογράφο που ασχολιόταν με το αθλητικό ρεπορτάζ.
Οι έρευνες συνεχίζονται και διενεργούνται τώρα στα νοσοκομεία, στα φαρμακεία του ΕΟΠΠΥ και βρίσκονται διαρκώς νέες πλαστές συνταγές και διογκώνεται η ζημιά που έχει υποστεί ο ΕΟΠΥΥ.
Αν αναρωτιέστε γιατί οι έρευνες κράτησαν τρία χρόνια, η απάντηση βρίσκεται στη δομή και την οργάνωση της μαφίας. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι η μαφία ήταν οργανωμένη σε τέσσερα επίπεδα. Δεν υπήρχαν επαφές μεταξύ όλων των μελών για λόγους εχεμύθειας και προστασίας, αλλά μεταξύ των επιπέδων υπήρχαν σύνδεσμοι οι οποίοι αναλάμβαναν να διεκπεραιώσουν τα κλεμμένα αντικαρκινικά φάρμακα από επίπεδο σε επίπεδο.
Η μαφία άρχισε την κακοποιό δράση της το 2013. Αυτό τουλάχιστον μαρτυρά το πρώτο εικονικό τιμολόγιο της οργάνωσης εκδόθηκε τον Απρίλιο του 2013. Από το στοιχείο η Οικονομική Αστυνομία και η ανακρίτρια εκτιμούν πως τότε πιθανότατα ξεκίνησε η δράση της οργάνωσης η οποία ήταν χωρισμένη σε τέσσερις διακριτές ομάδες, τα μέλη των οποίων είχαν καθορισμένους ρόλους, ενώ η όλη οργάνωση είχε συγκεκριμένη δομή, χάρη στην οποία δύσκολα γινόταν αντιληπτή και δύσκολα άφηνε ίχνη πίσω της.
Από τις έρευνες της Οικονομικής Αστυνομίας προέκυψε ότι η μαφία ήταν οργανωμένη σε τέσσερα επίπεδα και κάθε επίπεδο ήταν μία ομάδα ανθρώπων που έκαναν πολύ συγκεκριμένες δουλειές.
Πρώτη ομάδα
Στην πρώτη ομάδα επικεφαλής είναι ο αρχηγός της μαφίας, ο 70χρονος Αιγύπτιος Ντεγιάμπ Χουσείν Μοχάμεντ Ραμπί Σε αυτή υπάγεται επίσης, ο 64χρονος Μανώλης Βαρβέρης, διαχειριστής της φαρμακαποθήκης Farmilia A.E., καθώς και η 57χρονη Ιωάννα Ραντοπούλου, η οποία ήταν υπεύθυνη του φαρμακείου-«κόμβου» της οργάνωσης και αντικαθιστούσε τον αρχηγό όταν αυτός απουσίαζε στο εξωτερικό.
Ο ρόλος του Ντεγιάμπ Χουσείν Μοχάμεντ Ραμπί είναι ο καθοριστικός τόσο για τη λειτουργία της μαφίας, όσο και για τη διάθεση των κλεμμένων αντικαρκινικών φαρμάκων, αφού αυτό έχει τις διασυνδέσεις στη Γερμανία όπου πωλούνται τα φάρμακα.
Αποτελεί την κεφαλή της πρώτης ομάδα της οργάνωσης. Είναι αυτός ο οποίος καθοδηγούσε τα υπόλοιπα μέλη και είχε τη διεύθυνση του φαρμακείου μέσω του οποίου πραγματοποιούνταν παράνομες τόσο εισαγωγές όσο και εξαγωγές ακριβών φαρμάκων.
Ο Ντεγιάμπ ασχολούταν με την έκδοση εικονικών τιμολογίων, καθόριζε τις τιμές «αγοράς» των φαρμάκων, ενώ διατηρούσε επαφές με φαρμακαποθήκες και νοσοκομεία του εξωτερικού, στα οποία πωλούσε τα φάρμακα που εξασφάλιζαν τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας.
Όταν ο Ντεγιάμπ έλειπε, τη διεύθυνση της οργάνωσης αναλάμβανε η Ιωάννα Ραντοπούλου, η οποία ανήκε στην πρώτη και ηγετική ομάδα του κυκλώματος, δραστηριότητα του οποίου αποτελούσε κατά κύριο λόγο η εγχώρια διακίνηση των σκευασμάτων, η αποθήκευση και η εξαγωγή τους σε άλλες χώρες. Η 57χρονη συμμετείχε επίσης στη διεύθυνση του φαρμακείου-«κόμβου» παραδιακίνησης των φαρμάκων, ενώ, όπως προέκυψε από την άρση τηλεφωνικού απορρήτου, επικοινωνούσε με μέλη της τέταρτης ομάδας της οργάνωσης, τα οποία και την προμήθευαν με σκευάσματα.
Τα φάρμακα που δεν μπορούσαν να πωληθούν διοχετεύονταν στην δεύτερη ομάδα και συγκεκριμένα στον Μανώλη Βαρβέρη, που έχει φαρμακαποθήκη.
Σημαντικό ρόλο στην οργάνωση διαδραμάτιζε επίσης και η 32χρονη υπάλληλος του φαρμακείου της Καλλιθέας Σταυρούλα Καλαματιανού, καθώς, σύμφωνα με την ΕΛ.ΑΣ., ασχολούνταν με τις διεκπεραιώσεις των κλαπέντων φαρμάκων, εκτελώντας παραγγελίες.
Δεύτερη ομάδα
Επικεφαλής της δεύτερης ομάδας της οργάνωσης βρισκόταν ο Μανώλης Βαρβέρης, ο οποίος μέσω της φαρμακαποθήκης του διοχέτευε τα φάρμακα της συμμορίας στο εξωτερικό.
Για την παράνομη μεταφορά των σκευασμάτων στο εξωτερικό, ο Βαρβέρης χρησιμοποιούσε αφενός τον «μηχανόβιο», ο οποίος και παρέδιδε κατά καιρούς φάρμακα στην υπεύθυνη του φαρμακείου Ι. Ραντοπούλου, καθώς και δύο αδέλφια, 28 και 31 ετών. Τα αδέλφια παραλάμβαναν τα φάρμακα και τα μετέφεραν σε εταιρεία ταχυμεταφορών, προκειμένου αυτά να διοχετευθούν στους πελάτες της μαφίας στο εξωτερικό.
Παράλληλα, φρόντιζαν να τα συσκευάζουν σε ειδικά ψυγεία πριν από τη μεταφορά, ενώ, όπως διαπιστώθηκε, ο ένας εξ αυτών δωροδοκούσε και έναν υπάλληλο του αεροδρομίου, ώστε η εξαγωγή να γίνεται πιο εύκολα και χωρίς τον κίνδυνο να εντοπιστούν και να αρχίσει το ξήλωμα της μαφίας.
Τρίτη ομάδα
Όσον αφορά την τρίτη ομάδα της οργάνωσης, ασχολούνταν με την υπεξαίρεση φαρμάκων από το νοσοκομείο «Λαϊκό». Πρωταγωνιστές ήταν ο συνταξιούχος νοσηλευτής Δημήτρης Λαγούδης και οι νοσηλεύτριες Κατερίνα Καταπόδη και Γεωργία Πατήλη.
Οι δύο γυναίκες, οι οποίες εργάζονταν στο νοσοκομείο, υπεξαιρούσαν τα φάρμακα και τα παρέδιδαν στον Λαγούδη, ο οποίος με τη σειρά του τα παρέδιδε στους επικεφαλής των Α’ και Β’ πυρήνων για την περαιτέρω διακίνηση, πώληση και εξαγωγή.
Στην ομάδα αυτή κομβικό ρόλο έπαιζε η εξαφανισθείσα γιατρός πανεπιστημιακή υπότροφος η οποία πλαστογραφούσε τις συνταγές που έγραφαν δύο ογκολόγοι του νοσοκομείου και με τις οποίες προμηθεύονταν τα αντικαρκινικά από τον ΕΟΠΥΥ.
Τέταρτη ομάδα
Βασικός ρόλος των μελών αυτής ήταν να προμηθεύει τα μέλη της πρώτης ομάδας με αντικαρκινικά φάρμακα που αφαιρούνταν παράνομα από δημόσια νοσοκομεία, φαρμακεία του ΕΟΠΥΥ και ιδιωτικά, μέσω πλαστών συνταγογραφήσεων.
Στις «τάξεις» του βρίσκονταν ιατροί οι οποίοι συνέτασσαν ιατρικές πιστοποιήσεις ασφαλισμένων, βεβαιώνοντας ψευδώς ότι πρόκειται για πάσχοντες από ογκολογικές ή άλλες σοβαρές παθήσεις.
Ως επικεφαλής της εμφανίζεται ο Αιγύπτιος Μουσά Σαλέμ ο οποίος προμηθευόταν βιβλιάρια ασθενών, μέσω των οποίων πραγματοποιούνταν οι ψευδείς ιατρικές συνταγογραφήσεις ενώ «συνεργάτες» του ήταν ο 61χρονος ιατρός Λάζαρος Παπ. και ο 59χρονος ιατρός Παναγιώτης Κ., οι οποίοι και προέβαιναν στις πιστοποιήσεις αυτές.
Ο Μούσα αποτελούσε σύνδεσμο μεταξύ των ομάδων, αφού γνώριζε και επικοινωνούσε με τους επικεφαλής αυτών. Ειδικότερα, παραλάμβανε τα σκευάσματα που προέκυπταν από τις παράνομες συνταγογραφήσεις και τα παρέδιδε είτε στον Ντεγιάμπ, είτε στον Βαρβέρη για να εξαχθούν στη Γερμανία. Παράλληλα, φρόντιζε για τη «στρατολόγηση» και άλλων μελών-ιατρών στο κύκλωμα.