Τα επίμαχα έγγραφα είναι αποκαλυπτικά για αμφιλεγόμενες συναλλαγές διεθνών τραπεζικών κολοσσών, όπως η Deutsche Bank, η JP Morgan, η Βarclays ή η ΗCBC. Μεταξύ αυτών βρίσκονται και τουρκικές εταιρείες και τράπεζες – Αναφορές και για τον πρώην διευθυντή της προεκλογικής εκστρατείας του Ντόναλντ Τραμπ
H νέα διαρροή απόρρητων εγγράφων η οποία περιλαμβάνει περισσότερες από 2.100 αναφορές ύποπτης δραστηριότητας οι οποίες υποβλήθηκαν στο Δίκτυο Δίωξης Οικονομικών Εγκλημάτων, FinCEN Files (Financial Crimes Enforcement Network – FinCEN) του Υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ, κάνει εκτενή αναφορά στον Ρέζα Ζαράμπ, τον λαθρέμπορο χρυσού που είχε συλληφθεί τον Μάρτιο του 2016 από το FBI στο Μαϊάμι με την κατηγορία της συνωμοσίας για το σπάσιμο των κυρώσεων του Ιράν.
Όπως αποκαλύπτεται στα FinCEN Files, ίχνη από τα χρήματα του δικτύου του Ζαράμπ εντοπίστηκαν και σε άλλες τράπεζες, πέραν της “αμαρτωλής” Halkbank. Μόνο η βρετανική Standard Chartered Bank επεξεργάστηκε 37.533 συναλλαγές του δικτύου Ζαράμπ συνολικού ύψους 5,8 δισεκατομμυρίων δολαρίων μέσω του καταστήματος της Νέας Υόρκης μεταξύ 2007 και 2016.
Τα επίμαχα έγγραφα είναι αποκαλυπτικά για αμφιλεγόμενες συναλλαγές διεθνών τραπεζικών κολοσσών, όπως η Deutsche Bank, η JP Morgan, η Βarclays ή η ΗCBC.
Μεταξύ αυτών βρίσκονται και τουρκικές εταιρείες και τράπεζες. Αυτή όμως που ξεχωρίζει στα απόρρητα έγγραφα είναι μια: η Aktif Yatirim Bankasi ή Αktif Bank, η οποία φαίρεται να έχει διαπράξει ξέπλυμα χρήματος σε μεγάλη κλίμακα για λογαριασμό ενός ευρύτατου δικτύου πελατών. Η Αktif Bank είναι μέρος της Calik Holding, ενός από τους μεγαλύτερους επιχειρηματικούς ομίλους στην Τουρκία, στον οποίο ανήκουν περισσότερες από 30 εταιρείες. H Calik, με τη σειρά της, έχει στενούς δεσμούς με την τουρκική κυβέρνηση. Μια σειρά “ύποπτων δοσοληψιών”, όπως προκύπτει από τα FinCEN Fines, σχετίζονται με την την Calik Holding, την περίοδο που διευθύνων σύμβουλός της ήταν ο Μπεράτ Αλμπαϊράκ, γαμπρός του Ερντογάν, ο οποίος είναι ο νυν υπουργός Οικονομίας.
Περίπου 400 δημοσιογράφοι από 88 χώρες συμμετείχαν επί 16 μήνες στις έρευνες των εγγράφων FinCEN. Τα αποτελέσματα ήταν σοκαριστικά: μια άνευ προηγουμένου παρακολούθηση των σκοτεινών διαδρομών των διεθνών χρηματοοικονομικών συναλλαγών. Η έρευνα του ICIJ δείχνει ότι με τη βοήθεια της Aktif Bank, ξεπλύθηκε μαύρο χρήμα, το οποίο στη συνέχεια διευθετήθηκε στην αγορά. Σύμφωνα με τα αρχεία FinCEN, η Aktif Bank φέρεται να έχει μεσολαβήσει για ύποπτες συναλλαγές αξίας περίπου 91,6 εκατομ. δολαρίων (77,3 εκατομ. ευρώ) μέσω συνεργατών της στις ΗΠΑ.
Επιπλέον τα επίμαχα έγγραφα ρίχνουν φως σε ένα αμφιλεγόμενο δίκτυο πελατών της τουρκικής τράπεζας, συμπεριλαμβανομένων παρόχων πορνογραφικού υλικού αλλά και ομίλου που φέρεται να είχε παράνομες επιχειρηματικές σχέσεις με τους Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν. Φυσικά το όνομα που τράβηξε αρχικά τα βλέμματα όλων, ήταν Wirecard Bank AG, γερμανικός πάροχος χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, που εμπλέκεται σε σκάνδαλο απάτης πολλών εκατομμυρίων δολαρίων και η φαίνεται να είναι ένας εκ των πελατών της Αktif, σύμφωνα με στοιχεία της αμερικανικής τράπεζας BNY Mellon. Η τελευταία θεώρησε τις συναλλαγές της Wirecard “υψηλού κινδύνου” και πάγωσε τους λογαριασμούς της. Αυτό όμως δεν εμπόδισε τον Aktif να βοηθήσει τη Wirecard, η οποία μετέφερε χρήματα της Wirecard μέσω μυστικού λογαριασμού. Σύμφωνα με την αμερικανική τράπεζα, η Wirecard πραγματοποίησε έως και 12 “ύποπτες συναλλαγές” αξίας άνω των 110.000 δολαρίων μέσω του επίμαχου λογαριασμού της Aktif μεταξύ Μαΐου και Ιουλίου του 2014. Η Wirecard με τον τρόπο αυτό διεξήγαγε πολλές συναλλαγές για πελάτες από τους κλάδους της πορνογραφίας και των τυχερών παιχνιδιών.
Όπως αποκαλύπτει νέα διαρροή απόρρητων εγγράφων, η JPMorgan, η μεγαλύτερη τράπεζα που εδρεύει στις ΗΠΑ, μετέφερε κεφάλαια για άτομα και εταιρείες που συνδέονται με τις λεηλασίες δημόσιου χρήματος στη Μαλαισία, την Βενεζουέλα και την Ουκρανία. Η συγκεκριμένη τράπεζα, σύμφωνα με τα απόρρητα έγγραφα, άφησε να περάσουν ελεύθερα πάνω από 1 δισεκατομμύριο δολάρια για τον φυγόδικο χρηματοδότη πίσω από το σκάνδαλο 1MDB της Μαλαισίας. Επίσης, μετέφερε τουλάχιστον 2 εκατομμύρια δολάρια για λογαριασμό δύο νεαρών επιχειρηματιών των οποίων η εταιρεία έχει κατηγορηθεί ότι εξαπάτησε την κυβέρνηση της Βενεζουέλας και ότι βοήθησε στην πρόκληση διακοπών ηλεκτρικού ρεύματος που παρέλυσαν μεγάλες περιοχές της χώρας.
Αναφορές και για τον πρώην διευθυντή της προεκλογικής εκστρατείας του Ντόναλντ Τραμπ
Η JPMorgan έδωσε επίσης το πράσινο φως σε περισσότερα από 50 εκατομμύρια δολάρια εντός μίας δεκαετίας για πληρωμές προς τον Πολ Μάναφορτ, τον πρώην διευθυντή της προεκλογικές εκστρατείας του Ντόναλντ Τραμπ το 2016. Η τράπεζα ενέκρινε συναλλαγές του Μάναφορτ, ύψους άνω των 6,5 εκατομμυρίων δολαρίων, 14 μήνες αφού είχε παραιτηθεί από την εκστρατεία του Τραμπ και βρισκόταν στο μάτι του κυκλώνα για ξέπλυμα χρήματος και διαφθοράς σε σχέση με τις συναλλαγές του με ένα φιλο-ρωσικό πολιτικό κόμμα στην Ουκρανία. Τέτοιου είδους συναλλαγές με «λεκέδες» συνέχισαν να αυξάνονται μέσω λογαριασμών της JPMorgan, παρά το γεγονός ότι η τράπεζα είχε δεσμευθεί να βελτιώσει τους μηχανισμούς ελέγχου ξεπλύματος χρήματος – η δέσμευση αυτή ήταν μέρος των διακανονισμών που έγιναν με τις αρχές των ΗΠΑ το 2011, το 2013 και το 2014.
Η JPMorgan δήλωσε ότι απαγορεύεται νομικά να απαντά σε ερωτήσεις σχετικά με συναλλαγές ή πελάτες. Ανέφερε ότι έχει αναλάβει «ηγετικό ρόλο» στις «προληπτικές έρευνες» και στην ανάπτυξη «καινοτόμων τεχνικών για την καταπολέμηση του οικονομικού εγκλήματος».
Όπως φαίνεται από τα απόρρητα έγγραφα, η Deutsche Bank, η HSBC, η Standard Chartered Bank και η Bank of New York Mellon επίσης άφηναν να πραγματοποιούνται παρόμοιες ύποπτες συναλλαγές παρά τις αντίστοιχες υποσχέσεις τους προς τις κυβερνητικές αρχές.
Περισσότερες από 2.100 αναφορές ύποπτης δραστηριότητας
Τα έγγραφα που διέρρευσαν, τα FinCEN Files, περιλαμβάνουν περισσότερες από 2.100 αναφορές ύποπτης δραστηριότητας που έχουν υποβληθεί από τράπεζες και άλλες χρηματοοικονομικές εταιρείες στο Δίκτυο Δίωξης Οικονομικών Εγκλημάτων (Financial Crimes Enforcement Network – FinCEN) του Υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ. Η συγκεκριμένη υπηρεσία αποτελεί μια μονάδα πληροφοριών στην καρδιά του παγκόσμιου συστήματος για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.
Το BuzzFeed News (www.buzzfeednews.com (link is external)) έλαβε τα αρχεία και τα μοιράστηκε με τη Διεθνή Σύμπραξη Ερευνητών Δημοσιογράφων (ICIJ). Το ICIJ οργάνωσε και συντόνισε μια ομάδα περισσότερων από 400 δημοσιογράφων από 110 μέσα ενημέρωσης σε 88 χώρες για τη διερεύνηση του κόσμου των τραπεζών και της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (από την Ελλάδα συμμετέχει ο Χάρης Καρανίκας με το iefimerida.gr).
Τα απόρρητα έγγραφα αποκαλύπτουν συναλλαγές ύψους άνω των 2 τρισ. δολαρίων συνολικά, σύμφωνα με την ανάλυση του ICIJ. Τα απόρρητα έγγραφα αποκαλύπτουν συναλλαγές ύψους άνω των 2 τρισεκατομμυρίων δολαρίων μεταξύ του 1999 και του 2017, οι οποίες χαρακτηρίστηκαν από τους υπαλλήλους εσωτερικής συμμόρφωσης των τραπεζών ως «ύποπτες» για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Από αυτά τα 2 τρισεκατομμύρια, τη μερίδα του λέοντος έχει η Deutsche Bank, με 1,3 «ύποπτα» τρισεκατομμύρια, και ακολουθεί η JPMorgan με 514 δισεκατομμύρια δολάρια. Οι «αναφορές ύποπτης δραστηριότητας» (γνωστές και ως SARs – Suspicious Activity Reports) αντικατοπτρίζουν τις ανησυχίες των ελεγκτών εντός των τραπεζών και δεν αποτελούν απαραίτητα αποδεικτικά στοιχεία για παράνομη δραστηριότητα.
Αν και πρόκειται για τεράστιο ποσό, οι ύποπτες συναλλαγές ύψους 2 τρισεκατομμυρίων δολαρίων που εντοπίστηκαν στα 2100 έγγραφα που διέρρευσαν είναι απλά μία σταγόνα σε μια πολύ μεγαλύτερη πλημμύρα βρώμικου χρήματος που κυκλοφορούν στις τράπεζες σε όλο τον κόσμο. Τα FinCEN Files αντιπροσωπεύουν λιγότερο από το 0,02% των περισσότερων από 12 εκατομμυρίων αναφορών ύποπτης δραστηριότητας που υπέβαλαν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα μέσα σε επτά χρόνια, από το 2011 έως και το 2017.
Τα έγγραφα της διαρροής τα οποία συνοδεύονται από εκατοντάδες φύλλα γεμάτα ονόματα, ημερομηνίες και αριθμούς, περιγράφουν λεπτομερώς τις ύποπτες συναλλαγές μέσω τραπεζών σε περισσότερες από 170 χώρες (ανάμεσά τους και η Κύπρος). Μαζί με τα αρχεία του FinCEN, το ICIJ και οι συνεργάτες του στα μέσα ενημέρωσης απέκτησαν περισσότερες από 17.000 επιπλέον αρχεία από πληροφοριοδότες, αρχεία δικαστηρίου, αιτήματα πρόσβασης σε πληροφορίες και άλλες πηγές. Πάρθηκαν επίσης συνεντεύξεις από εκατοντάδες ανθρώπους, συμπεριλαμβανομένων εμπειρογνωμόνων σε θέματα οικονομικού εγκλήματος, αξιωματούχων επιβολής του νόμου αλλά και ατόμων που έπεσαν θύματα των παράνομων δραστηριοτήτων του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος.
Σύμφωνα με το BuzzFeed News, μερικά από τα αρχεία που διέρρευσαν συγκεντρώθηκαν ως μέρος των ερευνών του Κογκρέσου των ΗΠΑ για ρωσική παρέμβαση στις προεδρικές εκλογές του 2016 στις ΗΠΑ. Άλλα συγκεντρώθηκαν έπειτα από αιτήματα υπηρεσιών προς το Δίκτυο Δίωξης Οικονομικών Εγκλημάτων.
Τα FinCEN Files αποκαλύπτουν πληροφορίες για τα μυστικά διεθνών τραπεζών, «ανώνυμων» πελατών και, σε πολλές περιπτώσεις, οικονομικού εγκλήματος. Δείχνουν πώς μεγάλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα μεταφέρουν «στα τυφλά» μετρητά μέσω των λογαριασμών τους για άτομα που δεν μπορούν να αναγνωρίσουν, πώς αποτυγχάνουν να αναφέρουν συναλλαγές με όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ακόμα και χρόνια μετά τις συναλλαγές, πώς εξυπηρετούν πελάτες που εμπλέκονται σε οικονομικές απάτες και σκάνδαλα διαφθοράς κατά του δημοσίου.
Οι αρχές στις ΗΠΑ, οι οποίες διαδραματίζουν ηγετικό ρόλο στην παγκόσμια μάχη κατά της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, απαίτησαν από τις μεγάλες τράπεζες να μεταρρυθμίσουν τις πρακτικές τους, επιβάλλοντας πρόστιμα εκατοντάδων εκατομμυρίων ακόμη και δισεκατομμυρίων δολαρίων. Δεν άσκησαν όμως κατηγορίες εναντίον τους – ένα δικαίωμα που συνεχίζουν να έχουν από τις «συμφωνίες αναβαλλόμενης δίωξης» (deferred prosecution agreements) που έκαναν με τις τράπεζες, και με τις οποίες επιβλήθηκαν αυτά τα πρόστιμα αντί των κατηγοριών.
Ο ρόλος των τραπεζών στη μεταφορά χρημάτων που συνδέονται με τη διαφθορά, την απάτη
Η 16μηνη δημοσιογραφική έρευνα από το ICIJ και τους συνεργάτες του δείχνει ότι αυτές οι τακτικές δεν έχουν λειτουργήσει. Οι μεγάλες τράπεζες συνεχίζουν να διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο στη μεταφορά χρημάτων που συνδέονται με τη διαφθορά, την απάτη, το οργανωμένο έγκλημα και την τρομοκρατία.
“Αποτυγχάνοντας τελικά να αποτρέψουν τις διεφθαρμένες συναλλαγές μεγάλης κλίμακας, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα έχουν εγκαταλείψει τους ρόλους τους ως πρώτης γραμμής κατά της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες”, δήλωσε στο ICIJ ο Πολ Πελέτιερ, πρώην ανώτερος αξιωματούχος του Υπουργείου Δικαιοσύνης των ΗΠΑ και εισαγγελέας οικονομικών εγκλημάτων. Είπε ότι οι τράπεζες γνωρίζουν ότι «λειτουργούν σε ένα σύστημα που είναι σε μεγάλο βαθμό ξεδοντιασμένο».
Οι πέντε τράπεζες που παραβίασαν τις επίσημες δεσμεύσεις τους
Πέντε από τις τράπεζες που εμφανίζονται συχνότερα στα FinCEN Files – οι Deutsche Bank, Bank of New York Mellon, Standard Chartered, JPMorgan και HSBC- παραβίασαν επανειλημμένα τις επίσημες δεσμεύσεις τους τους για καλή συμπεριφορά, όπως φαίνεται στα έγγραφα.
Το 2012, η HSBC με έδρα το Λονδίνο, η μεγαλύτερη τράπεζα στην Ευρώπη, υπέγραψε μια αναβαλλόμενη συμφωνία δίωξης και παραδέχτηκε ότι είχε ξεπλύνει τουλάχιστον 881 εκατομμύρια δολάρια για καρτέλ ναρκωτικών της Λατινικής Αμερικής. Οι έμποροι ναρκωτικών χρησιμοποίησαν ειδικά διαμορφωμένα κουτιά που χωρούσαν να περάσουν από τα γκισέ της HSBC για να ρίξουν τα τεράστια ποσά ναρκοχρήματος στο χρηματοοικονομικό σύστημα.
Η HSBC πλήρωσε 1,9 δισεκατομμύρια δολάρια
Στη συμφωνία που ήρθε με τους εισαγγελείς, η HSBC πλήρωσε 1,9 δισεκατομμύρια δολάρια. Η αμερικανική κυβέρνηση συμφώνησε να θέσει σε αναστολή ποινικές διώξεις εναντίον της τράπεζας και να τις απορρίψει μετά από πέντε χρόνια, εάν η HSBC διατηρήσει τη δέσμευσή της να καταπολεμήσει επιθετικά τη ροή του βρώμικου χρήματος.
Όπως αποκαλύπτουν τα FinCEN Files, κατά τη διάρκεια αυτής της πενταετούς «δοκιμαστικής» περιόδου η HSBC συνέχισε να μεταφέρει κεφάλαια για αμφιλεγόμενα πρόσωπα, συμπεριλαμβανομένων Ρώσων ύποπτων για ξέπλυμα χρήματος αλλά και ενός δικτύου απάτης «πυραμίδας» επενδυτών (σχήμα Ponzi) που ερευνάται σε πολλές χώρες.
Ωστόσο, η αμερικανική κυβέρνηση έδωσε το πράσινο φως στην HSBC να ανακοινώσει τον Δεκέμβριο του 2017 ότι «τήρησε όλες τις δεσμεύσεις της» στο πλαίσιο της συμφωνίας αναβαλλόμενης δίωξης – και ότι οι εισαγγελείς απέρριπταν τις κατηγορίες.
Η απάντηση της HSBC
Σε δήλωση προς το ICIJ, η HSBC αρνήθηκε να απαντήσει σε ερωτήσεις σχετικά με συγκεκριμένους πελάτες ή συναλλαγές. Η HSBC ανέφερε ότι οι πληροφορίες του ICIJ είναι «ιστορικές και προηγούνται» του τέλους της πενταετούς συμφωνίας αναβαλλόμενης δίωξης. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, σημείωσε η τράπεζα, «ξεκίνησε ένα πολυετές ταξίδι για να αναθεωρήσει την ικανότητά της να καταπολεμά το οικονομικό έγκλημα. . . . Η HSBC είναι ένα πολύ πιο ασφαλές ίδρυμα από ό, τι ήταν το 2012».
Η HSBC προσέθεσε ότι, αποφασίζοντας να αποδεσμεύσει την τράπεζα από την απειλή ποινικών διώξεων, η κυβέρνηση είχε πρόσβαση σε αναφορές από όργανο ελέγχου που εξέτασε τις μεταρρυθμίσεις και τις πρακτικές της τράπεζας.
Το αμερικανικό υπουργείο Δικαιοσύνης αρνήθηκε να απαντήσει σε συγκεκριμένες ερωτήσεις. Εκπρόσωπός του ανέφερε ότι «Το υπουργείο Δικαιοσύνης υπερασπίζεται το έργο του και παραμένει δεσμευμένο να διερευνήσει επιθετικά και να διώξει το οικονομικό έγκλημα – συμπεριλαμβανομένης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες- όπου κι αν τις εντοπίσουμε».
Επιπλέον η Bank of America (BoA) φαίνεται να είχε υποβάλει επίσης έκθεση στο υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ σχετικά με την εμπλοκή της Aktif σε παράνομες δραστηριότητες στο Αφγανιστάν. Σε αυτήν την περίπτωση, πρόκειται για υπέρογκες συναλλαγές για λογαριασμό της αφγανικής εταιρείας Watan Oil and Gas. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Watan Oil and Gas έχει κατηγορηθεί από την κυβέρνηση των ΗΠΑ για διαρκείς σχέσεις με τους Ταλιμπάν. Μάλιστα μετά από έρευνες της αμερικανικής κυβέρνησης, η επίμαχη εταιρεία συμπεριλήφθηκε στη “μαύρη λίστα” της κυβέρνησης των ΗΠΑ. Οι έρευνες τότε αποκάλυψαν ότι θυγατρική της Watan είχε χορηγήσει στους Ταλιμπάν αρκετά εκατομμύρια δολάρια με αντάλλαγμα την ασφάλεια διέλευσης των φορτηγών της. Όλα αυτά συνέβησαν σε μια εποχή που τα αμερικανικά στρατεύματα εξακολουθούσαν να πολεμούν ενεργά τους Ταλιμπάν.
Από την πλευρά της η Aktif σε ανακοίνωσή της αναφέρει ότι δεν σκοπεύει να σχολιάσει άμεσα τα FinCEN Files και ότι τα στοιχεία που ήρθαν στο φως δεν αποτελούν πειστήριο ότι οι εκάστοτε συναλλαγές ήταν απαγορευμένες ή παράνομες. Η τράπεζα επεσήμανε ότι λειτουργεί σύμφωνα με τις οδηγίες του τουρκικού κράτους για την πάταξη του οικονομικού εγκλήματος. Επιπλέον, η Aktif αναφέρει ότι οφείλει να γνωρίζει ακριβώς ποιοι είναι οι πελάτες της και αν έχουν βρεθεί ποτέ σε εθνικούς ή διεθνείς καταλόγους κυρώσεων, ή εάν, για παράδειγμα, άλλα συνεργαζόμενα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα είχαν εμπλακεί ποτέ σε νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας. Αναφέρει επίσης ότι υποβάλλεται σε ετήσιους ελέγχους και ότι δεν πραγματοποιεί συναλλαγές με σκοπό τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Τέλος σημειώνει ότι οι βασικές αξίες τις οποίες πρεσβεύει, απαγορεύουν τη συνεργασία με τη βιομηχανία πορνογραφίας ή τυχερών παιχνιδιών.
Όπως φαίνεται στα στοιχεία, παρά το γεγονός ότι ο Ζαράμπ είχε συλληφθεί και φυλακιστεί το 2013 στην Τουρκία, δεν σταμάτησε την τράπεζα από το να κάνει δουλειές μαζί του. Το 2016, ενώ ήταν γνωστό ότι οι ΗΠΑ τον κατηγορούν για συνωμοσία για το σπάσιμο των κυρώσεων του Ιράν από τα τέλη του προηγούμενου έτους, η Standard Chartered συνέχιζε να τον εξυπηρετεί: ενέκρινε 715 συναλλαγές συνολικού ύψους 133,1 εκατομμυρίων δολαρίων.
Την ίδια χρονιά υπάλληλοι της τράπεζας εντόπισαν 124 εταιρείες που συνδέονται με το Ζαράμπ, και οι οποίες, όπως ανέφεραν «μπορεί να ήταν μέρος του σχεδίου “πετρέλαιο για χρυσό”». Μάλιστα, σε μία από τις αναφορές ύποπτης δραστηριότητας που υποβλήθηκε από την ίδια την τράπεζα στα τέλη του 2016 (ο Ζαράμπ είχε συλληφθεί από τις αμερικανικές αρχές τον Μάρτιο εκείνης της χρονιάς) αναφέρεται ότι ο ίδιος χρέωνε 8% για τις υπηρεσίες του.
Το σκάνδαλο που έγινε γνωστό το 2013 ως «πετρέλαιο για χρυσό» αφορούσε τα έσοδα που είχε το Ιράν από πωλήσεις πετρελαίου στην Τουρκία, με αντάλλαγμα χρήματα από πωλήσεις χρυσού. Ο Ζαράμπ αγόραζε χρυσό όπου μπορούσε, άνθρωποι του δικτύου του τον μετέφεραν με βαλίτσες στο Ντουμπάι και μεγάλο μέρος των χρημάτων από τις πωλήσεις έμπαιναν σε ειδικό λογαριασμό της τουρκικής κρατικής τράπεζας Halkbank, η οποία κατηγορείται από τις αμερικανικές αρχές ότι συμμετείχε ενεργά στο κόλπο, μεταφέροντάς τα στον λογαριασμό του Ζαράμπ.
Σημειώνεται ότι η υπόθεση Ζαράμπ βρέθηκε και στο επίκεντρο των πιο εντυπωσιακών αποκαλύψεων στο νέο βιβλίο του Τζον Μπόλτον του πρώην συμβούλου εθνικής ασφάλειας του Ντόναλντ Τραμπ. Σύμφωνα με τον Μπόλτον, ο Τραμπ είχε πει στον Ερντογάν ότι θα φρόντιζε τα πράγματα, εξηγώντας ότι οι εισαγγελείς της Νότιας Περιφέρειας της (Νέας Υόρκης) δεν ήταν δικοί του, αλλά του Ομπάμα – πρόβλημα που θα λυνόταν όταν θα αντικαθιστούνταν από δικούς του.
Ο Μπόλτον λέει ότι προειδοποίησε τον Γενικό Εισαγγελέα Γουίλιαμ Μπάρ τον Απρίλιο του 2019 ότι οι επανειλημμένες προσπάθειες του Τραμπ να βοηθήσει τον Ερντογάν έδειχναν “την τάση του, στην ουσία, να κάνει προσωπικές χαρές στους δικτάτορες που του άρεσαν”.
Σύμφωνα μάλιστα με δήλωση της Επιτροπής Οικονομικών της Γερουσίας, ο Τραμπ «υποσχέθηκε σε Τούρκους αξιωματούχους στο Οβάλ Γραφείο ότι θα χρησιμοποιήσει την εξουσία του για να σταματήσει τυχόν περαιτέρω ενέργειες κατά της τράπεζας». Η συγκεκριμένη επιτροπή έχει λάβει βεβαίωση από το υπουργείο Οικονομικών ότι ο Τραμπ επικοινώνησε τόσο με το ίδιο το υπουργείο όσο και με τομείς της Δικαιοσύνης για την υπόθεση της Halkbank.
Ποιοι συμμετέχουν στα FinCEN Files
Τα απόρρητα έγγραφα αποκτήθηκαν από τον αμερικανικό ειδησεογραφικό οργανισμό BuzzFeed News (www.buzzfeednews.com), ο οποίος τα μοιράστηκε με τη Διεθνή Σύμπραξη Ερευνητών Δημοσιογράφων (ICIJ – www.icij.org). Στην 16μηνη έρευνα συμμετείχαν περισσότερα από 110 μέσα ενημέρωσης και 400 δημοσιογράφοι σε 88 χώρες, τους οποίους οργάνωσε και συντόνισε το ICIJ.
Ενδεικτικά στα μέσα ενημέρωσης που έλαβαν μέρος στα FinCEN Files περιλαμβάνονται:
BBC – Ηνωμένο Βασίλειο
LeMonde– Γαλλία
Sueddeutsche Zeitung, NDR – Γερμανία
L’Espresso – Ιταλία
El Confidencial – Ισπανία
Irish Times – Ιρλανδία
NBC, Miami Herald – ΗΠΑCBC/Radio Canada – Καναδάς
The Indian Express – Ινδία
Asahi Simbun – Ιαπωνία
OCCRP (Διεθνής δημοσιογραφική ομάδα για θέματα Οργανωμένου Εγκλήματος και Διαφθοράς)