Με τον τζίρο να πέφτει και τα λουκέτα να πέφτουν βροχή, με τον όγκο πωλήσεών του να συρρικνώνεται κατά 5% ετησίως την τελευταία επταετία, το λιανικό εμπόριο στην Ελλάδα βρίσκεται σε «φουρτουνιασμένα» νερά.
Η προοπτικές αναδιάρθρωσης και η ανεύρεση ενός νέου προτύπου δομών και λειτουργίας, που θα βελτιώσει την κατάσταση, είναι το θέμα μελέτης που συνέταξε η Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας και εστιάζει στον εντοπισμό των διαρθρωτικών αδυναμιών των ΜμΕ του κλάδου.
Σύμφωνα με την μελέτη, είναι ευρέως αποδεκτή ως βασική αδυναμία του ελληνικού λιανεμπορίου είναι ο μεγάλος αριθμός των μικρών επιχειρήσεων, οι οποίες καλύπτουν τα δύο τρίτα, των συνολικών πωλήσεων έναντι μόλις ¼ στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Οι αναλυτές της τράπεζας, εκτιμούν πως αν και οι γεωγραφικές ιδιαιτερότητες της Ελλάδας δικαιολογούν μια απόκλιση από τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους, όμως μεγάλο κομμάτι του πλεονάσματος μικρών επιχειρήσεων οφείλεται σε στρεβλώσεις του περιβάλλοντος επιχειρείν στην Ελλάδα και δημιουργεί εμπόδια στην αποδοτική λειτουργία του κλάδου.
Πρώτον, οι ελληνικές μικρές επιχειρήσεις λιανικού εμπορίου – αν και αντιστοίχου μεγέθους με τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές δεν καταφέρνουν να παράγουν αντίστοιχο επίπεδο προστιθέμενης αξίας, τονίζει η τράπεζα.
Συγκεκριμένα, το ποσοστό προστιθέμενης αξίας στις πωλήσεις των μικρών λιανεμπόρων στην Ελλάδα είναι σχεδόν το ½ του αντίστοιχου ποσοστού που επιτυγχάνουν οι μεγαλύτεροι λιανέμποροι (10% έναντι 18% την τελευταία δεκαετία), ενώ δεν παρατηρείται αντίστοιχη απόκλιση σε άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (με το ποσοστό αυτό κατά μέσο όρο στο 18% ανεξαρτήτως μεγέθους επιχείρησης).
Η αδύναμη αυτή εικόνα της «μέσης» επιχείρησης λιανικού εμπορίου στην Ελλάδα αποκρύπτει έντονες ανομοιογένειες. Βάσει στοιχείων από έρευνα πεδίου που διεξήγαμε σε 300 ΜμΕ λιανικού εμπορίου, εντοπίσαμε σημάδια ενός κλάδου διαιρεμένου σε τρία διακριτά κομμάτια:
-τις δυναμικές επιχειρήσεις (38% του τομέα) οι οποίες επιτυγχάνουν θετικά λειτουργικά αποτελέσματα έχοντας υιοθετήσει ένα συνδυασμό επενδυτικών και στρατηγικών κινήσεων έναντι της κρίσης,
-τις αδύναμες επιχειρήσεις (¼ του τομέα) οι οποίες βρίσκονται στα όρια επιβίωσης χωρίς να έχουν προβεί σε καμία επενδυτική ή στρατηγική κίνηση την τελευταία πενταετία, και
-τις λοιπές επιχειρήσεις (38% του τομέα), που παλεύουν με λιγότερο στοχευμένο πλάνο σε σχέση με τις δυναμικές και λειτουργικά βρίσκονται σε μια ενδιάμεση των δύο παραπάνω κατηγοριών κατάσταση.
Επίσης, παράγοντας που συντελεί στην διαμόρφωση της σημερινής εικόνας του ελληνικού εμπορίου, είναι το μικρό μέγεθος των επιχειρήσεων λιανεμπορίου που δημιουργεί πιέσεις στη ρευστότητα και στον εμπορικό κύκλο τους, καθώς οι προμηθευτές τους έχουν έντονο διαπραγματευτικό πλεονέκτημα, με το βασικό προμηθευτή να καλύπτει το 40% των συνολικών πρώτων υλών και να είναι κυρίως μεγάλη επιχείρηση (σε ποσοστό 30% επιχείρηση του εξωτερικού).
Σύμφωνα με την τράπεζα, στην Ελλάδα αντιστοιχούν τρεις λιανέμποροι ανά χονδρέμπορο έναντι δύο κατά μέσο όρο για την Ευρώπη. Αυτό δείχνει μια πιο ολιγοπωλιακή δομή του ελληνικού κλάδου χονδρικού εμπορίου, σε σχέση με τα ευρωπαϊκά δεδομένα.
Τέλος, ο κλάδος του λιανεμπορίου στην Ελλάδα χρησιμοποιεί πάγια κεφάλαια σχεδόν πενταπλάσιας αξίας σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο για κάθε ένα ευρώ πωλήσεων. Αυτό σύμφωνα με την τράπεζα, δείχνει αναποτελεσματική χρήση παγίων κεφαλαίων και διαρθρωτικά αδύναμων επιχειρήσεων.
Σύμφωνα με τους συντάκτες της μελέτης, ξεχωρίζουν:
-ένα 1/3 του τομέα των ΜμΕ λιανεμπορίου όπου χαρακτηρίζεται από αποτελεσματικότητα χρήσης παγίων κεφαλαίων αντίστοιχη των ευρωπαϊκών δεδομένων
-Και ένα, τέταρτο, το οποίο λειτουργεί με αποτελεσματικότητα κατώτερη του 20% της αντίστοιχης μέσης ευρωπαϊκής. Από την άλλη πλευρά, είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι ο έτερος παραγωγικός συντελεστής – η εργασία – δε φαίνεται πλεονασματικός καθώς οι απασχολούμενοι που απαιτούνται για την επίτευξη ενός τζίρου πωλήσεων είναι μόλις 16% περισσότεροι σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της μελέτης, η αναδιάρθρωση του κλάδου εκτιμάται ότι θα συνεχιστεί χωρίς ωστόσο έντονες πιέσεις περιορισμού της απασχόλησης.
Επιβεβαιωτικά σε αυτό εμφανίζονται τα στοιχεία της έρευνάς μας, βάσει των οποίων το ποσοστό των ΜμΕ λιανικού εμπορίου που προχώρησε σε απολύσεις ήταν χαμηλότερο του λοιπού τομέα τόσο στα αρχικά στάδια όσο και στα επόμενα στάδια της κρίσης.