Το αστυνομικά έκτροπα το βράδυ της Τρίτης, προκειμένου να αμαυρωθεί η μαζική, ειρηνική διαδήλωση χιλιάδων πολιτών, οργανώσεων, συνδικάτων κ.ά. κατά της αστυνομικής βίας και αυθαιρεσίας που είχαν ως αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, και τον τραυματισμό ενός αστυνομικού, είναι η πρώτη φάση της κυβερνητικής επιχείρησης αντιπερισπασμού με δύο στόχους: αφενός να συγκαλυφθούν οι κυβερνητικές ευθύνες για την αποτυχημένη διαχείριση της πανδημίας, που κτυπάει κόκκινο. Και αφετέρου να πλήξει πολιτικά τον ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία, μεταφέροντάς του τις δικές της ευθύνες για την ένταση. Τι κι αν ο αντιπερισπασμός παίζει με τη φωτιά;
Στο έκτακτο διάγγελμά του, την Τρίτη, ο Κυριάκος Μητσοτάκης αίφνης ξαναβρήκε τη φωνή του. Ενώ δεν είχε καταδικάσει τις επιδρομές της ειδικών ομάδων της Αστυνομίας των προηγούμενων ημερών, εμφανίστηκε με δήθεν ενωτικό, στην πραγματικότητα απολύτως διχαστικό μήνυμα. Μήνυμα-απειλή, όχι μόνο κατά του Αλέξη Τσίπρα που δήθεν, όπως ανέλαβαν τα εξαπτέρυγα της κυβερνητικής προπαγάνδας να εξηγήσουν, «αναλαμβάνει την ευθύνη» για τις διαδηλώσεις και τους κινδύνους που δήθεν εγκυμονούν για τη Δημόσια Υγεία. Αλλά στρέφεται και κατά των πολιτών και κυρίως των νέων που αντιδρούν στη βούληση της κυβέρνησης να χρησιμοποιήσει την πανδημία ως άλλοθι για να περάσει σημαντικά νομοθετήματα, από την παιδεία ως το περιβάλλον, για την εξυπηρέτηση της αντιδραστικής και οπισθοδρομικής της ατζέντας.
Πλέον όλες οι παρεμβάσεις των εκπροσώπων της κυβέρνησης, βουλευτών και στελεχών, κτίζουν αυτή τη στρατηγική στον δημόσιο διάλογο. Και προφανώς αυτή θα είναι αύριο στη Βουλή, η γραμμή του Πρωθυπουργού. «Πάση θυσία ο Μουτζούρης στον ΣΥΡΙΖΑ». Όμως η κυβέρνηση πλέον βρίσκεται απέναντι στην κοινωνία. Γιατί σε καιρό πανδημίας, η προκλητική βία και οι αντιλαϊκές της πολιτικές, βγάζουν τους πολίτες στους δρόμους κόντρα στην κυβέρνηση. Σε αυτό το πεδίο η νεοδεξιά εξουσία είναι ήδη χαμένη όση βία και αυθαιρεσία κι αν χρησιμοποιήσει, όσα ψέματα κι αν πει…